Το σωστό είναι Ελεεινίδα, απο το ελεεινή και Ελληνίδα. Το ζουμί, προφανές: μια ελληνίδα για φτύσιμο, απαράδεκτη.
- Αυτήν αποκαλείς κυρία; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου.
Το σωστό είναι Ελεεινίδα, απο το ελεεινή και Ελληνίδα. Το ζουμί, προφανές: μια ελληνίδα για φτύσιμο, απαράδεκτη.
- Αυτήν αποκαλείς κυρία; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου.
Got a better definition? Add it!
O τύπος που κοντά του δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς, μόνο να τον ακούς. Συνήθως τον πετυχαίνεις στα σκυλάδικα να χορεύει ζεϊμπέκικο με το τσιγάρο στο στόμα και του βαράνε όλοι παλαμάκια και οι γκόμενες σχίζουν για πάρτη του κυλότες. Κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει αλλά όλοι οφείλουν να ξέρουν πότε χέζει, και άλλες παρεμφερούς εμβέλειας πληροφορίες, γιατί είναι κοσμική περσόνα.
- Κική, κοίτα αυτόν το γκόμενο που σηκώθηκε να χορέψει τη ζεμπεκιά. Λιώνω! Τον θέλω!
- Χμμ, σιγά τον παρταρχίδια! Κάθε φορά που παίζει αυτό το σκυλοτράγουδο στις πίστες τρέχει.
Got a better definition? Add it!
Γλυκό τροπικό φρούτο.
- Θα το πάρουμε φέτος...
- Παπάγια θα πάρετε.
- Σε θα σε γαμήσω.
- Θα μου κλάσεις τη παπάγια.
-Στη παπάγια μου
Got a better definition? Add it!
Το αρχίδι σε πιο light κατάσταση.
-Εδώ και μισή ώρα με τρώει το αχρίδι.
%
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.
Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.
— Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
— Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;
— Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
— Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.
— Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
— Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;
Got a better definition? Add it!
Πολλές οι σημασίες και οι χροιές ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο.
Got a better definition? Add it!
Το σκατόπαιδο, το κωλόπαιδο, σε εντονότερο βαθμό.
-Δε στεναχωριέμαι που χάσαμε, σκάω που θα χαίρονται τα γαμοπαίδια στον Πειραιά (=Ολυμπιακοί).
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.
-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου
Βλ. και μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και νά 'ναι φορτωμένος παλιούρια !, που να μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου, χίλιοι διαόλοι μέσα σου!
Got a better definition? Add it!