Further tags

ο [ουσ.] Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται εν γένει στο συμπαθές είδος του αθάνατου ελληνικού μαλάκα. Αποτελεί παρήχηση του ονόματος του γνωστού αρχιτέκτονα Σαντιάγο Καλατράβα, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ο πρώτος μαλατράβας της ιστορίας.
Η αυξανόμενη σε συχνότητα χρήση του όρου ξεκινάει λίγο πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, κατά τη διάρκεια των οποίων χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν για να χαρακτηρίσει τους εθελοντές. Η εξακολούθηση της χρήσης του όρου μετά το 2004 αποτελεί λαμπρό παράδειγμα αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς.

Ολυμπιακή χρήση:
- Ρε συ Μαρίκα, πού είναι οι θέσεις μας;
- Μακάρι να ξέρα, εδώ που μας έστειλε ο μαλατράβας κάθονται κάτι Κινέζοι.

μετα-Ολυμπιακή χρήση:
- Φάε έναν μαλατράβα που θέλει να ρίξει και γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γουρούνα που μόλις γέννησε, η οποία είναι εξαιρετικά παχιά, θηλάζει τα γουρουνόπουλά της και είναι επίσης δυσκίνητη και βρώμικη. Συνώνυμο αποκρουστικού θεάματος, υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε μεγαλόσωμες γυναίκες με άσχημο πρόσωπο κι συνήθως κακή συμπεριφορά.

Είδα τη θεία μου από την Αλεξανδρούπολη τις προάλλες στο σπίτι της γιαγιάς. Έχασκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν λιόπα και δεν είπε ούτε καλησπέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα, μικρής ή μεγάλης ηλικίας, κάποιες φορές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά όχι πάντα ή απαραίτητα, που αναλώνεται σε επουσιώδη ζητήματα, επιδίδεται στο σχολιασμό τρίτων προσώπων και κουτσομπολεύει ασύστολα. Βασικό χαρακτηριστικό της Κατίνας είναι η διπροσωπία και η κουτοπονηριά. Εναλλακτικά χρησιμοποιούνται και οι όροι «κατινάκι» ή «κατινικό».

Η γυναίκα του Γιώργου είναι μεγάλη κατίνα: χθες σχολίασε τα ρούχα της Καίτης μπροστά σε όλους, λέγοντας ότι είναι σίγουρα αγορασμένα από φτηνιάρικη βιοτεχνία στα Λιόσια.

Σχέση αγάπης- μίσους με την κυρα-Κατίνα. (από Hank, 22/02/09)

Βλ. και κατινιά. Στα σχόλια του λήμματος υπάρχει συζήτηση για την ετυμολογία του «κατίνα».

Βλ. και αυτί της γης, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κουτσομπολόι, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άρτι αφιχθείς στρατιώτης στη μονάδα, ο οποίος προσπαθεί να προσπεράσει την υφιστάμενη ιεραρχική δομή και να αποφύγει τις δύσκολες υπηρεσίες. Θρασύς και κουτοπόνηρος, τοποθετείται ηθικά κοντά στον καβατζόπουστα.

Τι λες ρε πουστόνεο που δεν θα ξανακάνεις 12-3 σήμερα; Θα σου τεντώσω το κορμάκι!

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο μικρής ηλικίας, το οποίο προσπαθεί να μεγαλώσει πριν την ώρα του και να εκφέρει απόψεις για πράγματα που αγνοεί.

Φύγε από 'δω ρε πουτσί, που μου έμαθες τι είναι και τα ομόλογα...

Δες και πουτσαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεάρος και ριψοκίνδυνος οδηγός μηχανοκίνητου δικύκλου υψηλού κυβισμού.

Συνήθως μειωμένων ικανοτήτων και αντίληψης λόγω του νεαρού της ηλικίας. Σπανίως φέρει κράνος με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προσφέρει όργανα σε καλή κατάταση, επίσης λόγω του νεαρού της ηλικίας (ιδίως οι οφθαλμοί δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για διάβασμα σχεδόν ποτέ, αλλιώς θα έβαζε κράνος).

- Τι κάνει ρε το άτομο με το ζουζουρού (για να θυμηθούμε τα παλιά);
- Άντε ρε τον δωρητή!

Got a better definition? Add it!

Published

ο, το [ουσ.] Διγενής, μονοκατάληκτος χαρακτηρισμός ατόμων με διανοητικές ικανότητες που σκοράρουν αρνητικά καθώς και με μια εγγενή κλίση προς το καφριλίκι και την επιθετικότητα (γλωσσική και μη) . Ως κοντινός συγγενής του γκάου, ο αζαντάουα είναι αλλεργικός στη χρήση επιχειρημάτων και θεωρεί το διάλογο παρωχημένη μορφή πολιτισμού.

Πρόκειται περί είδους ενδημικού των ελληνικών γηπέδων, όπου και επιδίδεται απρόσκοπτα στις αγαπημένες του ασχολίες που περιλαμβάνουν την επινόηση αδιανόητων προσβολών, την εκφώνηση άναρθρων κραυγών και την εκτόξευση αντικειμένων σε κάθε κόρνερ.

Η ονομασία είναι αθροιστική και δύναται να επιμηκύνεται όσο ενεργότερο είναι το υποκείμενο. (αζαντάουα, αζανταντάουα, αζαζανταντάουα, κ.ο.κ.)

  1. - Μαλάκα τι έπαθε ο Bus-in-ass και τον κάνει αλλαγή;
    - Του ανοίξανε το κεφάλι οι αζαντάουα πίσω από τη φυσούνα.

  2. - Τι κάνει ρε συ το άτομο με το καδρόνι εκεί κάτω;
    - Καλά ο τύπος είναι αζαντανταντάουα! δεν καταλαβαίνει ότι θα διακοπεί το ματς με τις μαλακίες τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά στα Χανιά, σημαίνει χαμένος, σε σύγχυση, και γενικά άγαρμπος, βλάκας. Μπαραμπάκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο στα Χανιά, γραφικός που όργωνε την πόλη και κάποιοι λένε ότι ζητιάνευε με τη φράση «βοήθεια το μπαραμπάκο».

Ως πιτσιρικάδες τη χρησιμοποιούσαμε πολύ στη μπάλα, π.χ. όταν κάποιος δεν έμπαινε στο νόημα σε έξυπνη πάσα και πήγαινε γι΄άλλα («πού πας ρε μπαραμπάκο!«), ως το διαμετρικά αντίθετο του Σαραβάκου και λόγω φωνητικής συγγένειας). Επίσης: μπαραμπάκουλας.
Μπορεί να είναι και σκληρή βρισιά, καθώς δηλώνει εντοπιότητα.

- Κοίτα ρε τον μαλάκα που πάλι περνάει και δε μιλάει...
- Άστονε μωρέ τον μπαραμπάκο...

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος».

πετσί=το δέρμα.

Πού πήγατε; Στο αριστερό μπητσόμπαρο; Εκεί ρε μαζεύονται όλα τα πετσιά, καλοί είσαστε και σεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κούργιαλος / κουργιάλι / κουργιαλιά

Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Χρησιμοποιούνταν στα Χανιά, τείνει να αντικατασταθεί από το πέτσακας, ο, πετσί, το.

- Δεν πέρασε πανελλήνιες και δουλεύει στου θείου του στο χωριό και το παίζει κούργιαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified