Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να στιγματίσουμε την σεξουαλική ζωή κάποιου (μόνο για πούστηδες).
- Ρε Μήτσο τον βλέπεις αυτόν που χορεύει περίεργα ;
- Ναι ρε φίλε, μεγάλη αδερφάρα!
- Μόνο αδερφάρα; Αυτός είναι για τον πουστοστρατό!
Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να στιγματίσουμε την σεξουαλική ζωή κάποιου (μόνο για πούστηδες).
- Ρε Μήτσο τον βλέπεις αυτόν που χορεύει περίεργα ;
- Ναι ρε φίλε, μεγάλη αδερφάρα!
- Μόνο αδερφάρα; Αυτός είναι για τον πουστοστρατό!
Got a better definition? Add it!
Ο ροφός είναι γνωστό και εύγευστο ψάρι, και μάλιστα ακριβό. Το σώμα του είναι χοντρό και το κεφάλι του ιδιαίτερα ευμέγεθες. Μεταφορικά, ροφοί αποκαλούνται οι παχείς και εύσωμοι άνθρωποι, με πολλά περιττά κιλά.
- Ρε μαλάκα, αυτή η χοντρή δεν είναι η γειτόνισσά σου, εκείνη από την Τήνο;
- Ω ρε πούστη μου, αυτή είναι... Πάμε από εκεί, για να μην την τρακάρω, θα μου ζαλίσει τ' αρχίδια.
- Μην είσαι μαλάκας, η κοπέλα σε γουστάρει και έχει και δύο ξενοδοχειάκια στο νησί...
- Να τα χαίρεται! Δε βλέπεις ρε ότι η γκόμενα είναι σαν ροφός;
- Όλα δικά σου τα θες ρε... Αμάν!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για την περιγραφή ατόμων χαμηλού νοητικού επιπέδου. Εν είδει υπερβολής, το μυαλό τους θεωρείται τόσο μεγάλο, όσο ένα κουκούτσι, δηλ. ελάχιστο.
- Τι θα κάνει τελικά ο αδερφός σου με τη σχολή, αποφάσισε;
- Πονεμένη ιστορία...Εμείς του λέμε να δηλώσει πρώτη επιλογή το ΤΕΙ, αλλά ο μαλάκας θέλει να μπει στην Αστυνομία. Μυαλό κουκούτσι...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τις παχουλές, ευτραφείς γυναίκες. Ο συνειρμός είναι εμφανής: μεγάλη ποσότητα κρέατος, λόγω φαγητού.
- Ρεεε, μην καρφώνεις έτσι, θα μάς κάνεις ρόμπα... Πως χάσκεις έτσι;
- Την βλέπεις την κρεατωμένη εκεί στη γωνία... Πρέπει να κάνει τρελά σχέδια στο κρεβάτι...
Got a better definition? Add it!
H λέξη αυτή ετυμολογικά προέρχεται από το αρχίδι και τον λεβιέ του αυτοκινήτου:
Πώς στο αμάξι ο λεβιές κάθεται πάνω από το δερμάτινο, έτσι και το πέος κάθεται πάνω από τα αρχίδια και μπορεί να λειτουργήσει άνετα σαν λεβιές.
Xρησιμοποιείται μόνο για βρίσιμο.
— Tι κάνεις εκεί ρε; Πέρασες με κόκκινο!
— (κωλοδάχτυλο ψηλά από τον παράνομο)
— Κατέβα κάτω ρε αρχιδολεβιέ να τα πούμε!!!
Βλ. και παπαρολεβιές. Παράγωγο: λεβίδι.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορικά ο πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος. Στην κυριολεξία είναι ο γνωστός μας πελαργός [τουρκ. leylek].
.
- Ρε, ποιος είναι το λελέκι εκεί χάμου;
- Ο γιός της κυρα Μαρίας, δεν τον ξέρεις;
- Δυο μέτρα είναι ο πούστης... Μπράβο!
Σχετικά: ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι
ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι, ψηλός, ψηλέας
Got a better definition? Add it!
Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.
Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!
Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.
Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.
- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!
Got a better definition? Add it!
Ο άρχων της μαλακίας.
- Φίλε μου Παυλέα, αν αν υπήρχε διαγωνισμός για τη μαλακία θα έπαιρνες το πρώτο βραβείο...
- Με συγκινείς μ' αυτά που μου λες!
- Αλλά και να τό 'χανες, από μαλακία σου θα ήταν...
Got a better definition? Add it!
Κατά την φροϋδική ανάλυση, τα 3 βασικά στάδια που, ως μικρά παιδιά, οφείλουμε να διανύσουμε με επιτυχία ώστε να ολοκληρωθεί το πολιτισμικό μας στάτους, είναι το στοματικό (τα πάντα περνάνε από την επαφή με το στόμα), το πρωκτικό (η ηλικία ελέγχου των σφιγκτήρων, δηλ. το κόψιμο της πάνας) και το γενετικό στάδιο. Αν κάτι μέσα μας δεν πάει καλά στις κρίσιμες αυτές στιγμές, τότε μπορεί να καθηλωθούμε σε κάποια από τα στάδια αυτά και να διαμορφώσουμε αντίστοιχο χαρακτήρα με νευρωσούλες και υστερίες κλπ. Αν καθηλωθούμε στο πρωκτικό στάδιο, γινόμαστε χαρακτήρες που θέλουν να τα ελέγχουν όλα στη ζωή τους και σε αυτή των άλλων. Η παρερμηνεία της ονομασίας «πρωκτικό στάδιο» μας κάνει και χαρακτηρίζουμε ως «πρωκτικό» τύπο ή πρωκτικάντζα τον σιχασιάρη, τον ψιλο-λουγκρίδη, τον υπερβολικό, τον φοβιτσιάρη (που του φεύγουν ή που φοβάται μην πονέσει), τον σπαστήρα κττ., μάλλον γιατί η λέξη μάς παραπέμπει σε μια διαφορετική κυριολεξία (πχ. ό,τι έχει γίνει και με τη λέξη «σπαστικός»). Το παράδοξο είναι πως δεν χρησιμοποιείται από τις Γιαλόμες αυτή η λέξη.
Για το εγκυκλοπαιδικόν του πράγματος, βλ. εδώ.
Πολύ μαλάκας ο Νικήτας. Πρωκτικάντζα ολκής. Μου θυμίζει τον πόντιο στην παρτούζα που έλεγε «Μισό λεπτό ρε παιδιά, να οργανωθούμε...»
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα, συνοδεύον μούτζα / φάσκελο στον προφορικό λόγο. Ετυμολογία: από το β' ενικό πρόσωπο προστακτικής «όρισε» του ρήματος Ορίζω.
Σαν να λέμε: «ορίστε», «πάρ' τα», «πάρ' τα να μην στα χρωστάω».
Ενίοτε συνοδεύεται και από ένα «στα μούτρα σου» και διάφορες κλητικές προσφωνήσεις (π.χ. «ρε μαλάκα», «ρε στόκε» - βλ. μήδι), ή, όπως είδα και στο νετ (κι αυτό δεν το ήξερα) χρησιμοποιείται και με την μορφή «όρσε γαμπρέ κουφέτα».
Η λέξη χρησιμοποιείται, παράλληλα με την μούντζα, μόνο από Έλληνες (οι αλλοδαποί δεν αντιλαμβάνονται το υπονοούμενο - παρ.1):
Ως βρισιά. Με ένα απλό «όρσε» συνοδεία μούτζας τρως και μήνυση για εξύβριση και προσβολή προσωπικότητας και σε καταδικάζουν κιόλας. (παρ. 2)
Ως κοροϊδία: Σε περίπτωση που κάποιος είπε / έκανε μια μαλακία, τρώει την μούντζα του με ένα «όρσε» για να του γίνει αντιληπτή η αποδοκιμασία του συνομιλητή του (παρ. 3)
Παράρτημα:
Μεταγενέστερο ρίσερτς απέδωσε (από εδώ):
Τα είδη της μούτζας:
Η αεριωθούμενη. Φσσσσσσς... Μπόινγκ! Τόσο γρήγορη που δεν την πιάνει η κάμερα.
Η χιαστί. Όταν τα δύο χέρια σχηματίζουν ένα «Χ»!
Η φαλτσαριστή. Όταν απευθύνεται σε παραπάνω από ένα πρόσωπα και ξεκινάει από τη μια μεριά για να καταλήξει στην άλλη.
Η διπλή. Όταν το ένα ορθάνοιχτο χέρι σκάει πάνω στο άλλο.
Η με προσποίηση. Όταν ο αποστολέας κοιτάει αριστερά και σημαδεύει δεξιά.
Η επαναλαμβανόμενη ή αλλιώς κυματιστή. Όταν τα δύο χέρια αποδίδουν τη μούντζα και κατόπιν κινούνται σαν τα κύματα στην παραλία. Σκάνε και ξανασκάνε και ξανασκάνε...
Η εμφατική. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα!»
Η εμφατική που προεξοφλεί γραμμάτια. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα, να μη στα χρωστάω!»
Η εμφατική που περιγράφει την υγεία του αποδέκτη. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα μωρή άρρωστη!»
Η εμφατική που σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρε νά 'χεις!»
Παράδειγμα 1:
-...και καθόμασταν στο κοβενγκάρντεν και του λέω του παπάρα «φέρε ένα φραπέ ρε παλικάρι» και με κοίταγε σαν τον μαλάκα. «Ένα φραπέ ρε» και με κοίταγε σαν βόδι. «Φραπέ γαμώ το φελέκι μου, άισκόφι, πώς το λέτε εδώ». «Κόφι;» μου λέει. Ε, ρε πούστη μου, καθυστερημένο γκαρσόνι μου κατσε στο Λονδίνο, δεν άντεξα, του χώνω ένα φάσκελο «Όρσε ρε ζώον, κόφι, κόφι λέμε!»
-Και σε κατάλαβε με τη μούντζα;
-Μου 'φερε πέντε καφέδες το μόγγολοκαι του πα να τους βάλει στον κώλο του, αλλά δεν κατάλαβε ούτε αυτό. Εγγλέζοι σου λέει ο άλλος, πολιτισμός παπάρια μάντολες.
Παράδειγμα 2:
(Ένας λεβέντης οδηγός παραβιάζει στόπ και κοψοχολιάζει τον ερχόμενο από την κάθετο - φρενάρουν και οι δύο, δεν γίνεται ατύχημα στο παρά λίγο και ο παρανομών τρώει μια μούτζα περιποιημένη - ακολουθεί διάλογος):
-Όρσε ρε χοντρομαλάκα κόντεψες να μας σκοτώσεις, πάρ' τα μην στα χρωστάω ρε βόιδαγλα.
-Τί λες ρε, πώς μιλάς έτσι, θα σου κάνω μήνυση!
-Θα μου κλάσεις μια μάντρα ρε που έχεις και τα μούτρα να μιλάς.
(πέφτουν μπουνίδια)
Παράδειγμα 3:
-Ρε μαλάκες, Λιακόπουλο έχετε παρακολουθήσει; αυτός τα λέει καλά ρε...
-Άσε ρε τα λέει καλά το νούμερο...
-Ρε σεις, λογικά τα λέει, οι Ελ υπάρχουν γύρω μας
-Τελέρε Νώντα, πού τους είδες τους Ελ εσύ;
-Ελ Βενιζέλος βρε ανίδεε σε όλες τις ταμπέλες με το αεροπλανάκι
(όλη η ομήγυρη σηκώνει τις μούτζες ταυτόχρονα)
-ΟΡΣΕ ρε όργιο!
(ακολουθεί φατούρο)
Got a better definition? Add it!