Further tags

Ερώτηση στην οποία δεν υπάρχει απάντηση, τουλάχιστον όχι κυριολεκτική απάντηση γιατί οι μαλάκες προφανώς δεν διακρίνονται ανάλογα με το χρώμα τους. Γι' αυτό, όμως, και η ερώτηση έχει νόημα. Δείχνει ότι ο συγκεκριμένος μαλάκας στον οποίο απευθύνεται η ερώτηση είναι τόσο μεγάλος μαλάκας που όχι μόνο έχει ξεφύγει από την κλίμακα που μετράει τη μαλακία αλλά δεν χωράει πια και στην κατηγορία γενικότερα.

– Καλά ρε, τι χρώμα μαλάκας εισ' εσύ; Πήγες και είπες στη μάνα της ότι η Δήμητρα πάει μετά τη δουλειά και κάνει βάρδιες σε φραπενεία;
– Ε, τι να κάνω ρε... Η μάνα της την είδε ξαφνικά με λεφτά και νόμιζε ότι έκλεβε από το γραφείο.

Δες ακόμη τι μάρκα μαλάκας είσαι; και είσαι μαλάκας ή γιωτάς;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως ήδη όλοι γνωρίζουμε, κερατάς είναι ο μπάτσος, διότι λόγω της κωλοδουλειάς που κάνει έχει αφήσει τη γυναίκα του ελεύθερη να ξεσαλώνει.

Ο μπάτσος γενικώς και αορίστως; Εδώ οφείλουμε να προβούμε στις αναγκαίες λεπτές εννοιολογικές διακρίσεις, να εισάγουμε τις απαραίτητες διαφοροποιήσεις. Διότι εδώ ούτε μπρίκια κολλάμε, ούτε τζιτζίκια πεταλώνουμε, ούτε τσάμπα χτενιζόμαστε.

Κερατάδες είναι κατεξοχήν οι μπάτσοι της ασφάλειας, οι ασφαλίτες, που συχνά τους αναφέρουν και ως λίτες, χάριν ανετίλας και ξεκαρφώματος. Πέραν της απέχθειας και της περιφρόνησης που εμπεριέχει, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός παραπέμπει επίσης και στις κεραίες-κέρατα που διαθέτουν οι ασφαλίτες, μέσω των οποίων γνωρίζουν τα πάντα. Αυτά τα κέρατα-κεραίες αφορούν είτε εξελιγμένο τεχνολογικό εξοπλισμό και λοιπά μπατσικά ψιψιψόνια, είτε και τις φυσικές ικανότητες των ασφαλιτών, που βέβαια δεν είναι οι τσάκαλοι που θέλουν να μας τους παρουσιάζουν, αλλά όσο και να το κάνεις δεν είναι και τα γίδια που θα συναντήσεις στο τμήμα της γειτονιάς σου.

Κερατάδικο, λοιπόν, είναι το μπατσικό της ασφάλειας, το ασφαλίτικο αυτοκίνητο, σε αντίθεση με το καρούμπαλο, που είναι το απλό περιπολικό. Καμιά φορά βέβαια, όταν οι ασφαλίτες έχουν όρεξη για ταρζανιές, κοτσάρουν το removable καρούμπαλο (λέγε με και σειρήνα) στην οροφή και τη βλέπουν αμερικάνικη ταινία κι έτσι.

Κατά τον ίδιο τρόπο, κερατιά δεν είναι τόσο το σύνολο της τιμημένης μπατσοσύνης, όσο η επίφοβη Ασφάλεια, και ακόμη πιο συγκεκριμένα η Δίωξη Ναρκωτικών, η νάρκα.

- ...και σκάει ρε φίλε το κερατάδικο, ακριβώς επάνω στο νταραβέρι και μας την πέφτουν για έλεγχο...
- Και τι έγινε;
- Ευτυχώς προλάβαμε και τα ξεφορτώσαμε ό,τι είχαμε, αλλιώς την είχαμε πουτσίσει.
- Καλά, και δεν την ψυλλιάστηκαν;
- Η κέντα ήτανε στημένη για άλλον, απλά γαμήθηκε ο Δίας και πέσαμε πάνω τους, κατάλαβες; Πήγαμε πάσο και τη βγάλαμε καθαρή.
- Σωστός ο νέος.

Dial 999... (από HODJAS, 03/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασίλισσα των ύβρεων, μας έρχεται απευθείας από την ορεινή ενδοχώρα της Μαρτυριάρικης Μεγαλονήσου.

Σαραντάσπορος είναι αυτός που έχει γίνει από σαράντα σπόρους, ήτοι σαράντα διαφορετικά σπέρματα. Για να το κάνουμε ακόμη πιο φραγκοδίφραγκο, είναι αυτός του οποίου η μάνα έμεινε έγκυος τον ίδιο, αφού πρώτα την έχυσαν σαράντα διαφορετικοί άντρες.

Ο σαραντάσπορος έχει σαράντα διαφορετικούς πατεράδες, όπως ακριβώς ο περιβόητος Freddy Krueger (Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες), του οποίου η μητέρα, η Amanda, νοσηλεύτρια σε άσυλο ψυχοπαθών, κλειδώθηκε κατά λάθος κάποια νύχτα μέσα στο άσυλο, όπου βασανίστηκε και βιάστηκε επανειλημμένα από δεκάδες ψυχάκηδες και κάθε είδους αποβράσματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο Φρέντυ.

Αν και γνωρίζουμε πολύ καλά οτι είναι αδύνατο κάποιος να έχει πάνω από έναν φυσικό πατέρα (εφόσον όσα τρισεκατομμύρια διαφορετικά σπερματοζωάρια και να μπουν στη μήτρα, ένα μόνο θα επικρατήσει και θα γονιμοποιήσει το ωάριο), το λαϊκό φαντασιακό δεν αποκλείει διόλου αυτή την ελκυστική προοπτική, αρνούμενο να υπακούσει στους βαρετούς κανόνες της γραμμικής αριστοτελικής λογικής.

Στο ίδιο κλίμα με το σαραντάσπορος, στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη) παίζει πολύ και το τουρκόσπορος , αυτός δλδ του οποίου πατέρας δεν είναι αυτός που όλοι επισήμως αναγνωρίζουν ως πατέρα του, αλλά κάποιος περαστικός τούρκος με τον οποίο γαμιόταν η μάνα του.

Αυτά για να θυμηθούμε λίγο, πως, αν και βρισίδια υπάρχουν πολλά και χοντρά, σαν τα χωριάτικα βρισίδια δεν έχει. Αυτά είναι που πραγματικά σπάνε κόκαλα. Διότι στο χωριό, όταν τρως στη μάπα τα ίδια 20 άτομα για μια ολόκληρη ζωή, επόμενο είναι να σιχαθείς και να μισήσεις (ορισμένους τουλάχιστον) ως εκεί που δεν πάει άλλο. Στο χωριό, οι δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων, που αφθονούν στην πόλη, είναι εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένες. Μια από αυτές είναι οι λεκτικοί διαξιφισμοί, ύβρεις αλλά και κατάρες πολύ συχνά (κι ακούς στα χωριά κάτι κατάρες να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο). Και η ανθρωπολογική διατριβή μου παίρνει εδώ τέλος να μη μου λέτε πως γράφω μυθιστορήματα.

(μητέρα και κόρη, στο χωριό)

- Μάμμα, αρέσκει μου πολλά ο Πανίκκος της Θεκλούς. Θέλει με che τούτος che εν να παντρευτούμε..
- Μα επέλλανες τέλλεια κόρη; Επήρες το πόφαση να μας καταστρέψεις;
Μα ένι ξέρεις πκιός εν ο παπάς τούτου του μιτσή; - Όϊ ένι ξέρω..
- Άκου che εν να μάθεις. Παπάς του εν ο Στιλλής του Πελλογιωρκή, ο σαραντάσπορος.
- Ίντα μπου εν να πει τούτη λέξη πάλε;
- Εν πολλά κακόν πράμα. Σα μμιαλώσεις che γίνεις γέναικος εν να σου πω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με στρατηγική σε οποιοδήποτε θέμα. Κινείται πάντοτε με βάση το προσωπικό του συμφέρον και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε αθέμιτο μέσο για να επιτύχει τον σκοπό του. Συνήθως παρασιτεί κοντά σε ανθρώπους με οποιαδήποτε εξουσία, από θυρωρούς μέχρι μητροπολίτες. Κύριο χαρακτηριστικό της δράσης του είναι η αθόρυβη εργασία με σκοπό τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου.

Είναι αυτός που στο στρατό δε μίλησε με κανέναν άλλο πλην του διοικητή της μονάδας και ως δια μαγείας εξασφάλιζε αναρίθμητες τιμητικές άδειες.

Στις φυλακές σε περιόδους τρελής χαρμάνας γευματίζει με τον αρχιφύλακα κι αφού δώσει τη μισή πτέρυγα εξασφαλίζεται για το υπόλοιπο της ποινής του. Γι αυτό εξάλλου είναι κι η πιο περιζήτητη γκόμενα των φυλακών.

Σε αντιστοιχία λοιπόν με τα ύπουλα, αθόρυβα κλανίδια ο βουβόκλανος είναι ικανός να προκαλέσει τεράστια κύματα μπόχας διατηρώντας όμως παράλληλα παροιμιώδη ψυχραιμία.

- Κοίτα μωρέ τον ξεκωλιάρη, χτες κατέβηκε απ το χωριό του και του βγάλαν άδεια προπό. - Μέγας βουβόκλανος σου λέω, δε πιάνεται από πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγελαδομούρα. Που θυμίζει την Κλαραμπέλ του Ντίσνεϋ. Γυναίκα με παχουλά μάγουλα (κι ας είναι αδύνατη), ανοιχτά ρουθούνια, στρογγυλά μάτια, φαρδύ κούτελο, μεγάλο στόμα.

- Ρε κόλλημα ο Γιώργος με τις αγελαδομούρες ρε πστ! - Επίτηδες το κάνει για να μην του τις πηδάνε, ποιος θα γαμήσει κλαραμπέλ...

(από Hank, 30/05/09)(από Hank, 30/05/09)(από soulto, 19/03/15)(από soulto, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος που δεν έχει τρόπους. Είναι μία αλλη εκδοχή του αγροτσούμπανου...

Νίκος: - Έλα μωρέ ας κάνουμε ένα τσιγαράκι.
Γιώργος: - Τί λες βρε χωριατλαμά, αφού είναι χώρος για μη καπνίζοντες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει τρόπους, που κατέβηκε από τα βουνά, ο χωριάτης, όχι επειδή κατάγεται από χωριό, αλλά από τους κακούς τρόπους που τον διακρίνουν... Είναι σύνθετη λέξη από τα «αγρός» και «τσομπάνης».

Πώς τρως έτσι ρε αγροτσούμπανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να ορίσει τις γυναίκες μέσης ηλικίας με τρελό μπυροκοίλι. Οι οποίες επιπροσθέτως αγαπούν τον γυμνισμό, με αποτέλεσμα όταν ξαπλώνουν στην παραλία να εξαπλώνονται και να πιάνουν διπλό χώρο.

- Ρε κοίτα τη γερμανίδα αριστερά!
- Ποποπο σαν πλαβέσης είναι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόλο που θα ήτανε το προφανές, το λήμμα αυτό δεν έχει άμεση σχέση ούτε με το κοινό ραδίκι (ή ραδίκη του βουνού ή αγριοράδικο ή Taraxacum officinale), ούτε με ασθενείς από φυματίωση (turbeculosis).

Τα άτομα αυτά δεν πάσχουν ντε και καλά από χτυκιό, ούτε και είναι έτοιμα να δουν τα ραδίκια ανάποδα (αν και κατά έναν μυστήριο τρόπο τα δύο συνδέονται! Tuber στα ξένα σημαίνει βολβός, δηλαδή υπόγειος καρπός!)

Αναφέρεται σε άτομα αρρωστιάρικα, χλωμά και χλεμπονιάρικα, αλλά και μικροκαμωμένα. Συνήθως ο όρος έχει μια ειρωνική διάθεση, όταν αυτού του είδους άτομα κάνουν κάτι που μας εκπλήσσει.

- Βρε την μισοριξιά, το φυματικό ραδίκι! Όχι μόνο το έριξε το γκομενάκι, αλλά έμαθα ότι και το Λίλιαν τον γουστάρει! Μετά από αυτό, είμαστε να μας κλαίν κ’ οι ρέγγες!
- Σιγά ρε Beau Brummel, θα σκίσεις κανά καλτσόν! Εντάξει, είναι λίγο μπασμένο το άτομο, αλλά έχει λεφτά αισθήματα!

(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο gay περιωπής, ο οποίος ανέβηκε ιεραρχικά με τον καιρό στις τάξεις τους, διότι:

  1. η σκούφια του κρατάει από καλό τζάκι, από γνωστή οικογένεια κλπ,

  2. εδώ και χρόνια στο κουρμπέτι δούλευε υπερωρίες, με αποτέλεσμα να φτιάξει καλό όνομα,

  3. είναι καραξεφωνημένη, κανείς δε θυμάται πριν πόσα χρόνια ακριβώς βγήκε από την ντουλάπα και σα να μην έφτανε αυτό, έχει «βοηθήσει» κι άλλους να βγουν απ' αυτήν.

Ακολουθεί απολαυστικό μήδι.

- (Μ)πέηζιλ: Γεια σας αγόρια!
- Αγόρια: Ίσα μωρή προϊσταμένη!

(από Jonas, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified