Further tags

Η φτιαγμένη πουτάνα (όχι αποκλειστικά από πρέζα γενικώς φτιαγμένη με ναρκωτικά).

-Φτιαχτήκαμε χθες και μετά την έσκισα σου λέω...
-Εντελώς πρεζοπούτανο ε;

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοντή γκόμενα maximum 1,60 που, ενώ δεν έχει τα φόντα, την πέφτει στους καπαρωμένους, κεντρίζοντας την λίμπιντο με γνωστές πουτανιές, προκαλώντας βραχυκύκλωμα στις δικές τους.

- Ρε συ Αλεξάνδρα με ποια μιλάει ο δικός σου;
- Με την Ελένη... όχι την βλέπεις πως κάνει την κοντή;
- Αυτή δεν την είχε πέσει και στον Γιώργο; Γνωστό κοντοπούτανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντουγάνι είναι ο απόλυτος κάφρος / καραγκιόζης. Αυτός που δεν ξέρει τι να πει και πότε να το πει, το παιδί που σου έσπαγε τα νεύρα στο σχολείο...

Ρωτάει η καθηγήτρια τον Κώστα γιατί η χυμική ενέργεια γράφεται με «υ», κι απαντάει γιατί βγαίνει από το χυμός... Ε είσαι πολύ ντουγάνι του απαντάει η καθηγήτρια....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας καυστικός τρόπος προσβολής για κοντούς ανθρώπους που είναι απατεώνες, ανάξιοι εμπιστοσύνης.

Αυτός ο μπασμένος έχει πολύ μυαλό το καθίκι. Μας πήρε και τα λεφτά και την γκόμενα ο κοντοπούτανος κι εξαφανίστηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.

Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Αναγραμματισμός της λέξης παπάρι.

Μια πιο «καμουφλάζ», πιο κόσμια, έκδοση. Μάγκικος τρόπος έκφρασης όταν δεν θέλει κανείς να γίνει άμεσα χυδαίος.

Την επόμενη φορά που θα γίνει τέτοια μαλακία, θα πάρετε όλοι σας το ριπαπά!

Σύγκρινε με ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας κι αυτός, αλλά χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός της λέξης μαλάκας.

- Καλά ο τύπος, μιλάμε, είναι φευγάτος. Εσένα πώς σου φαίνεται;
- Εγώ ανέκαθεν ήξερα ότι πρόκειται για τριμάλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας. Χρησιμοποιείται κυρίως για όσους φαίνονται αρχικά λιγότερο μαλάκες απ' ό,τι τελικά αποδεικνύεται ότι είναι.

- Μ' έπρηξε συνέχεια με τα ίδια και τα ίδια. Δεν επικοινωνεί που δεν επικοινωνεί, τι θέλει και ανακατεύεται σε όλα ο μαλακοπίτουρας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.

- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;

Got a better definition? Add it!

Published

Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.

Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.

- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified