Selected tags

Further tags

Ο τοξικοεξαρτημένος, ο πρεζάκιας στα κομμέ ή, μάλλον, στα μένα.

  1. Κάποτε ο ζακιας σας πληρωσε για να του βρίζετε τη μάνα στην κερκίδα. Τώρα ξανά γραμμή. Έλα, βριστε του και ευχηθείτε του τα πάντα, όπως κάνατε στους Βαρδινογιαννηδες. Σαν καλοι υπάλληλοι. (Χ).
  2. Ο συγκεκριμένος ζακιας καλλιτέχνης που φαντασιωνεται ότι είναι ο Goya....πως θα αποθανατιζε την μητέρα του...το λέω επειδή για να προκαλέσει μπογιατισε έτσι την Μητέρα ολων. (Χ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρεζάκιας εκ του: πρεζαίος -> ζαίος (στα κομμέ) -> ζαίουλο (υποκοριστικό).

Πιάσε ένα ζαίουλο στη γωνία, αραχτό και λάιτ!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κάνει νταφού, από τον ομώνυμο ήρωα.

Έσκασε μύτη ο Φου Μαντσού στον Ρούκουνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο μπαφάκιας.

Όταν πέρασα πολυτεχνείο είχα τις πρώτες μου επίσημες επαφές με τη συνομοταξία. Επί το πλείστον ανεξάρτητοι, αυτόνομοι και διασπασμένοι ακόμα και με τον εαυτό τους, οι τζιβάτοι είχαν μια τάση προς τα αριστερά κινήματα με τα πολλά αρχικά: Ε.ΝΕ.Ρ.Γ.ΕΙ.Α, Α.Ρ.ΧΗ. ΑΣ.ΠΡΟ.Δ.ΟΝ.ΤΗ.Σ. και παρόμοιες παρατάξεις ξεπηδούσαν κάθε δεκαπενθήμερο στα τραπεζάκια της σχολής. Και όλα ήταν στελεχωμένα με αφανοφόρους μουσο-ξερόλες και άσχημες γκόμενες με στυλάκι "προσπαθώ να γίνω ακόμα πιο άσχημη". Γαμώ το πρηξοπούτσι τους και γαμώ το "δασκαλίστικο" ύφος με το οποίο ξεκινούσαν κάθε συζήτηση. Ο "ανεξάρτητος" μπαφάτος πάντα νόμιζε ότι ήξερε την τάδε μπάντα πριν από σένα, ότι ήταν ο μόνος που κατέβαζε South Park σε rmv απ' το Napster, ο μόνος που κατέχει τα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Από το 2000 και μετά, εξαπλώνεται και εξελίσσεται και πλέον στις μέρες μας ο τζιβάτος μεσουρανεί.

Ο σωστός τζιβάτος φοράει μεταχειρισμένο σαλβάρι μωβ-μαύρο, all-starάκια που έχουν γίνει παντόφλες απ' τα πολλά σκισίματα και από πάνω μπλούζα 8 νούμερα μεγαλύτερη, συνήθως άσπρη με στάμπα "Ψαροταβέρνα ΤΟ ΚΥΜΑ" ή κάτι παρόμοιο. Εναλλακτικά κυκλοφορεί παντού με μαγιό ξεβαμμένο απ' τον ήλιο και καφέ σανδάλι με στρώμα κοράτσας 2 cm, που θα αηδίαζε ακόμα και τα Τζαπανάκια του 2 girls 1 cup. Πάντα φέρει κάποιο "χειροποίητο" ξύλινο ή κοκκάλινο κόσμημα σε χέρια και πόδια, λες και είναι ο Σάκα Ζουλού. Το μαλλί του είναι φυσικά αφάνα ή τζίβα και βρωμάει σαν χώμα που το 'χει γαμήσει άστεγος. Αν το μαλλί είναι ίσιο και δε μπορεί απ' τη φύση του να τζιβώσει, θα το πιάσει με ευρηματικούς τρόπους χρησιμοποιώντας ριγέ πάνινη κορδέλα ή γυναικείο κλάμερ. Συχνά ο μπαφιάρης φέρει τεράστια γενειάδα που θα ζήλευε το μπάσταρδο παιδί του Zakk Wylde και του Osama Bin Laden. Βέβαια η γενειάδα παρουσιάζει πολλά "κενά" α-λα Bob Marley, καθότι το παιδί είναι ακόμα στην ανάπτυξή του. (Φάε ένα μαλάκα).

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται από φιλορώσους για να εξευτελίσουν τον ουκρανικό πατριωτικό χαιρετισμό Σλάβα Ουκράινι και για να δοξάσουν τον σημαντικό ρόλο που παίζει η κοκαίνη σε πλείστες όσες δραστηριότητες του ανθρώπου, όπως η τέχνη και η πολιτική.

Πιάσανε τους πέντε μάγκες στο περαία στο τρένο για Κίεβο με "χαρτομάντιλα για το συνάχι". Σύντομα θα βρεθούν να φωνάζουν Σλάβα Κοκάινι μαζί με τον ληγμένο με τα ληγμένα. (ΦΒ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαστουρωμένος, ο συναχωμένος.

Συναχωμένος μου ρχεσαι, αμάν, αμάν, μουρμούρη μ' από πέρα και μεσ' στα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα. Με ποιον τα 'χεις, συνάχη μου, αμάν, αμάν και πας να καθαρίσεις τη ιδική σου θίξανε και πας να εγκληματίσεις. Κοίτα καλά συνάχη μου, αμάν, αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις, εκεί π'ανακατέβεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δώκεις. Το πουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν και πάψε το συνάχι και δεν ανακατέβομαι, συνάχη μου, σε οτι κι αν σου λάχει. Συναχωμένος μου ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα και μεσ' στα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Συνάχης, 1934).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τοξικομανής, ο πρεζάκιας που κάνει χρήση ναρκωτικής ουσίας σε ενέσιμη μορφή, κυρίως ηρωίνης. (Δες).

Βελονάτος τώρα είσαι Κοκαίνης τρομερός Φίλε,θα βρεις το μπελά σου Άσε δε και την υγειά σου. Κι είν΄ο βήχας φοβερός.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοκαΐνη.

Δημοσιογράφοι έπιασαν στα πράσα τον Μακρόν με λουκουμόσκονη. (ΦΒ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η πρακτική του να μεταφέρεις ναρκωτικά κρυμμένα στον πρωκτό σου.

Θα τα περάσει από τα σύνορα με πλάγκινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από το ρήμα «μαγκώνω» και αναφέρεται στην επίδραση που έχει η κοκαΐνη ή και στην ίδια την ουσία

Φέρε κανά χυμό μάνγκο στο πάρτυ ρε τρελέ

Got a better definition? Add it!

Published