Όταν μια ιδιωματική διάλεκτος τείνει να εκλείψει, ελλείψει ομιλητών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα καλιαρντά.

Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008]τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

(Ο επιφανής σλάνγκος aias.ath περιγράφει τον αργκό θάνατο των καλιαρντών χρησιμοποιώντας συντακτικό που δυστυχώς επίσης αργκοπεθαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.

Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.

Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:

1. Διαχείριση σλανγκομανάδων

Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).

2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο

Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!

3. Επεξεργασία λημματολάσπης

Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»

4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών

Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.

5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων

Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται αναλογικά προς το «political correctness», αλλά καθώς αναφέρεται στην σλανγκ παρουσιάζει διαφορές. Περιλαμβάνει μια σειρά από άγραφους κανόνες που αφορούν αφενός στην αξιοπρεπή, εποικοδομητική και αψεγάδιαστη παρουσία μας στο slang.gr, και αφεδύο στην ίδια την πράξη του σλανγκίζειν. Θα εξηγηθώ σταδιακά.

Καταρχήν political correctness και slangical correctness έχουν κάποια κοινά. Λ.χ. ο σλανγκιστής πρέπει να κρατά ορισμένες ισορροπίες και δεν του επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει το σάιτ ως βήμα για να προπαγανδίσει τις ατομικές του πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές ή και αθλητικές απόψεις. Υπάρχει βέβαια ένας κοινός τόπος, όπου οι σλανγκιστές μπορούν να συμφωνήσουν (τη εξαιρέσει ίσως ανορθογραφιστών τινών), λ.χ. ότι η ακροδεξιά είναι σκανδαλώδης κι η ακροαριστερά δογματική, αλλά από κει και πέρα ο σλανγκιστής πρέπει να προσέχει να ασκεί ισόρροπη κριτική. Ούτε μπορείς λ.χ. αν θέλεις να είσαι slangically correct να μπεις μέσα για να λημματογραφήσεις λ.χ. εναντίον των βάζελων, επειδή είσαι γαύρος.

Εκεί εξαντλείται και η όποια ομοιότητα με την political correctness. Γιατί η τελευταία προϋποθέτει μια αυξημένη ευαισθησία προς ευεξοβέλιστες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ομοφυλόφιλοι, οι ξένοι, ή και οι γυναίκες. Αντιθέτως, είναι απολύτως slangically correct λ.χ. να καταγράψεις μερικές εκατοντάδες συνώνυμα του γκέι, ακόμη και τα πλέον υβριστικά, ή της πόρνης, ή να καταγράψεις λ.χ. εθνικά ονόματα, που ευνοούν τον εντοπισμό λ.χ. της πορνείας ή της δουλείας σε ένα έθνος. Πράγματα βέβαια που βρίσκονται στους αντίποδες της political correctness. Υπάρχει μάλιστα ένας σχετικός προβληματισμός. Αφενός η σλανγκ ως εναλλακτική γλώσσα έχει κάτι το βέβηλο και το ανατρεπτικό προς το status quo και είναι φορέας επαναστατικής δυναμικής με το γυμνό και μόνο γεγονός του σλανγκίζειν. Αφεδύο, όμως, με το να φέρει εντός της όρους που εκφράζουν τόσα απωθημένα και φοβίες εναντίον λ.χ. ομοφυλόφιλων, γυναικών, ξένων, τελικά ευνοεί κι ένα είδος ομοφοβίας, φαλλοκρατισμού και ξενοφοβίας, εντέλει συντηρητισμού. (Εξάλλου το χιούμορ γενικά ενέχει ένα στοιχείο συντηρητισμού, λ.χ. ο Αριστοφάνης ήταν ο πλέον συντηρητικός συγγραφέας της αρχαιότητας, και συνέβαλε έστω πολύ έμμεσα στην καταδίκη του Σωκράτους).

Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να διακρίνουμε τον διττό χαρακτήρα του σλανγκίζειν. Αφενός είναι επιστήμη. Είναι περιγραφική γλωσσολογία που απαιτεί κατά το δυνατόν αντικειμενική καταγραφή, ερμηνεία και ετυμολόγηση οποιουδήποτε όρου ακουστεί μες στην γλωσσική κοινότητα. Και ως τέτοια επιστήμη είναι υπεράνω της ηθικής, οπότε ορθώς η σλανγκική ορθότης ίσταται επέκεινα της πολιτικής τοιαύτης. Αφεδύο, όμως, η σλανγκ είναι και τέχνη ως λεξιπλαστικό όργιο αποκλινόντων συνειρμών, οι οποίοι παράγουν γλώσσα και όχι μόνο την καταγράφουν. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο σλανγκικώς ορθός σλανγκιστής οφείλει να αδιαφορεί για την πολιτική ορθότητα όταν ασκεί το σλανγκίζειν ως περιγραφική επιστήμη, αλλά ταυτοχρόνως όταν το ασκεί ως τέχνη να εμμένει στην διάστασή του που είναι η πλέον κοινωνικώς κριτική και εξάπτουσα την πολιτική εγρήγορση.

Για να το πω πιο απλά, νομίζω ότι ο σλανγκιστής μπορεί να διακρίνει: α) πότε καταχωρίζει ένα λήμμα, επειδή έχει ακούσει μια έκφραση να επαναλαμβάνεται από διαφορετικά πρόσωπα στο περιβάλλον του, και τότε είναι σλανγκικώς ορθόν να την καταχωρίσει, ακόμη κι αν προσβάλλει λ.χ. τους ομοφυλόφιλους ή τις γυναίκες, και β) πότε αφήνεται να παρασυρθεί σε μια λεξιπλαστική έμπνευση, ή καταγράφει μια τεχνητή από σλάνγκαρχο λέξη, και τότε οφείλει να είναι σε εγρήγορση για το αν η λέξη αυτή συνάδει με τον ανατρεπτικό και βέβηλο χαρακτήρα της σλανγκ.

Και για να πάω και σε μερικά απτά θέματα σλανγκικής ορθότητας. Slangically incorrect είναι αυτός που λ.χ.:
1. καταχωρίζει γνωστές από παλιά παροιμίες, που είναι καταγραμμένες στη λαογραφική μελέτη και έχουν παγιωθεί στη συνείδησή μας ως κοινό κτήμα.
2. καταχωρίζει εφήμερα λογοπαίγνια και ατάκες προσώπων εξουσίας ή σεσημασμένων λογίων. Περιθώριο να καταχωρισθεί κάτι τέτοιο υπάρχει μόνο εφόσον ένα τέτοιο λογοπαίγνιο έχει διαπεράσει σε κάποιο βάθος χρόνου την ομιλούσα κοινότητα. Και καλύτερα να έχει και κάποιον κριτικό/ ειρωνικό/ ανατρεπτικό χαρακτήρα ή αντιθέτως να είναι μαργαριτάρι που χρησιμοποιήθηκε μετά απ' την κοινότητα αντίθετα προς τις προθέσεις αυτού που το εκστόμισε.

Slangically correct είναι αυτός που λ.χ.:
1. θα βάλει στο Δημόσιο Πρόχειρο καλά λήμματα, και όχι τα σλανγκενεργά του απόβλητα, καθιστώντας το σκουπιδότοπο.
2. θα καλλιεργήσει ένα πνεύμα ευγενούς άμιλλας και αμοιβαίων φιλοφρονητικών ενθαρρύνσεων με τους συσλανγκιστές, αλλά όχι τόσο ώστε να δώσει βάση σε κατηγορίες για σπεκουλαδορία.
Κ.ο.κ. Οι λίστες δεν είναι εξαντλητικές.

Ο (υποθετικός) χρήστης Νεοκλής καταχωρίζει λήμμα: «Όποιος δεν ξέρει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει». Σχόλιο: Όπα μεγάλε, είσαι slangically incorrect.
Δεύτερη προσπάθεια με λήμμα: «το τρένο της αλλαγής».
Σχόλιο: Παραμένεις slangically incorrect. Πάρ' το αλλιώς!
Τρίτη προσπάθεια με λήμμα: «γαμιολόπουστας». Ορισμός: Ο γαμόπουστας, η σκατίπουστα.
Σχόλιο: Α γεια σου! Τώρα είσαι slangically correct!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαστήρ –εκ του Συνδρόμου Π**ολλαπλής **Αυτομπαγαποντοδοτικής Στήριξης (Σ.Π.Α.Στηρ.)– αποκαλείται η νεοδιαγνωσθείσα μετάλλαξη του κλασσικού μπαγαποντοδοτισμού, με έντονα όμως στοιχεία σπασαρχιδισμού και σπαμαρχιδισμού.

Οι σπαστήρες συνήθως χαρακτηρίζονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

1. Εγγράφονται με δύο ή περισσότερους κωδικούς,

2. Οι πολλαπλές τους περσόνες πρωτοεμφανίζονται την ίδια μέρα και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα,

3. Ανταλλάσουν σπέκια, φιλοφρονήσεις και μπαγαποντοδοτούν υπέρ αλλήλων,

4. Συχνά αποκαλύπτονται, μέσα στον ενθουσιασμό τους, καθώς ταυτόχρονα βάζουν το ίδιο λήμμα με πανομοιότυπο σχεδόν ορισμό.

Η βιβλιογραφία αναφέρεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες σπαστήρων:

1. Οι Ψυχοσπαστήρες:
Αυτοί πάσχουν από παραλλαγή του συνδρόμου MPD (Multiple Pagapontic Disorder). Zούνε σ’ ένα όνειρο που τρίζει, είναι παντελώς για δέσιμο, αλλά συνήθως δεν είναι επικίνδυνοι παρά μόνο για τον εαυτό τους. Με την πάροδο του χρόνου συνήθως εκφυλίζονται σε τρολ και ωσεκτουτού αποχωρούν από το σάιτ μόλις νοιώσουν την παρατεταμένη περιφρόνηση των θαμώνων.

2. Οι Ξενεροσπαστήρες:
Οι σπαστήρες αυτοί δεν είναι ψυχασθενείς. Ενδέχεται μάλιστα να είναι γνωστοί, ακόμα και διακεκριμένοι λημματοδότες , οι οποίοι για λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν υιοθετούν δύο περσόνες και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα τα οποία πολλές φορές είναι καλά έως και ευφυέστατα. Τα κίνητρα τους είναι λιγότερο αυτονόητα από εκείνα των ψυχοσπαστήρων. Μερικοί έχουν οι ίδιοι πέσει θύματα τραυματικής μπαγαπονοτοδοσίας στα παιδικά τους χρόνια, και βάζουν στοίχημα ότι φορώντας την μάσκα του εκδικητή μπορούν να ανέλθουν στο τοπ 10 της βαθμολογίας σε χρόνο dt, παραδίδοντας μάλιστα και μάθημα σε μερικούς μερικούς. Άλλοι πάλι απλούστατα το κάνουν για πλάκα. Στη τελευταία ανάλυση οι ξενεροσπαστήρες καταφέρνουν να ξενερώνουν τόσο τους ενάρετους θαμώνες του σάιτ, όσο και τον εαυτό τους.

Οι γνώμες των ειδικών διίστανται για την ταξινομία των κρουσμάτων που πρόσφατα (24/11/2008) εκδηλώθηκαν στο σλάνγκ ντοτ τζιάρ. Ωστόσο, όλες οι αποχρώσες ενδείξεις συνηγορούν ότι πρόκειται για ξενεροσπαστήρες.

Είπαν για τους σπαστήρες:

«...μια εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του σάιτ. Ίσως, ίσως μια βόμβα στα ίδια τα θεμέλια του πολιτισμού μας όπως τον ξέρουμε. Τι απέγινε άραγε η Τιμή, η Ειλικρίνεια, τι απέγινε η Αγνότητα, τι απέγινε το πτώμα του Jimmy Hoffa;...»

«....πιστεύω πως (...) πίσω από δαύτους είναι ένας δικός μας...»

«μπορεί νά 'ναι κολλητάρια που παίζουνε μαζί στο σλάνγκ. Μπορεί... Άς το ψάξει ο ρουμάνος

«...τέτοιοι λογαριασμοί αργά ή γρήγορα έστω και ανεπίσημα, γίνονται αντιληπτοί! (...) Πάντως μου έβαλες ψύλλους στ' αφτιά!»

«...αυτός ο πραγματικά προικισμένος νέος θα ασυδοτεί δίχως αντίδραση από μένα τουλάχιστον, λόγω του ότι είναι προικισμένος λημματοδότης... αν όμως αποδειχθεί βραχύβια αυτή του η εποχή της ακμής και συνεχίσει τη λοβιτούρα, θα πέσει πέλεκυς!»

αποκαλύπτουμε! (από xalikoutis, 27/11/08)(από Vrastaman, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο πυλώνας του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, αυτός ο λόγιος, αυτός ο τεχνίτης του λόγου, ο μάστορας της τέχνης της διήγησης, ο γνωστός και αγαπητός στο σλανγκεπώνυμο πλήθος παράγοντας του Εδεσσαϊκού ευθύνεται για την σχεδόν μόνιμη πλέον επωδό στα σχόλια μας, το λακωνικό και σαφές «Αυτό Ακριβώς. Τίποτε Άλλο.»

Ακολουθώντας την γνωστή ιντερνετική μέθοδο του συντομεύειν, η συγκεκριμένη ατάκα έχει συρρικνωθεί στα αρχικά της, δίνοντας το «αατα» με τον τόνο όπου θέλει να τον τοποθετήσει ο καθένας και μακράν εμού το να κάνω τέτοιου είδους υποδείξεις.

Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο λήμμα ανήκει στην Υποομάδα 1 της τετραμελούς ομάδας λημμάτων τα οποία σχετίζονται αποκλειστικά με το παρόν σάιτ. Εξηγούμαι:

Υποομάδα 1: Σλανγκοπαράγωγα
α. αατα, εκ του «Αυτό Ακριβώς. Τίποτε Άλλο.»
β. σπεκ, εκ του «ρησπέκτ», όπως πληροφορηθήκαμε πρόσφατα από τον Ύψιστο.

Υποομάδα 2: Σλανγκολειτουργικά
α. ποντοδότης, ο κατά τον πονηρόσκυλο καλός Σαμαρείτης από την εποχή των πράσινων τικ...
β. λημματολάσπη, ο κατά Ιωάννη Αυτοκινητιστή σωρός απαρατήρητων λημμάτων στο σάιτ.

poniroskylo (06/10/08)
@ironick - για τις άγνωστες λέξεις, συμφωνώ και επαυξάνω με τα χίλια, ναι, ναι, ναι, είναι απολύτως απαραίτητο, εγώ έχω κι εγώ δεν ξέρω πόσες λέξεις που είτε δεν ξέρω τι σημαίνουν ή πώς ακριβώς χρησιμοποιούνται ή που κρίνω ότι δεν είμαι ο σωστός άνθρωπος να τις ανεβάσεις λόγω έλλειψης παραστάσεων κλπ κλπ, είναι το λεγόμενο «δημόσιο πρόχειρο» το οποίο, είμαι σε θέση να γνωρίζω, ότι και η ΚΕ του σάιτ το βλέπει θετικά, ήρθε η ώρα να γίνει, εδώ και τώρα ήρθ' η ώρα, ψηφίζω, στηρίζω, διαδίδω, ζήτω ο Εδεσσαϊκός.

jesus (06/10/08)
αναφανδόν υπέρ. αατα

acg (06/10/08)
+1. AATA.

ironick (06/10/08)
να, καλά να πάθω, ήθελα να πρωτολανσάρω το αατα, χάζευα, χάζευα, ο χρόνος κύλησε ανελέητα, πάει τώρα, με προλάβατε όπως ο γκάους (αυτό το τελευταίο για τον Ιησού και τον τετραγωνισμό του κύκλου), αλλά καλά κάνατε, κάποιος έπρεπε να το κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published