Πορδίζω.
-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.
Πορδίζω.
-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.
Got a better definition? Add it!
Είμαι ασυνεπής.
-Μη με κλάσεις σήμερα σαν την άλλη φορά που περίμενα μια ώρα.
Got a better definition? Add it!
Δε χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Εκφράζει τη δεξιοτεχνία, την επιδεξιότητα κάποιου σε κάποιον τομέα.
- Γιατί ο Ηρακλής απεικονιζόταν πάντα γυμνός και με ένα ρόπαλο στο χέρι;
- Γιατί;
- Γιατί γαμούσε κι έδερνε!
- Καλά, η Σούλα φτιάχνει ένα μουσακά να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Γενικά είναι πολύ καλή στο μαγείρεμα. Γαμάει και δέρνει στην κουζίνα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Προτείνω μέρος του σώματος ώστε να τονίζεται, συνήθως κατά τρόπο σφαιρικό, ή σφαιροειδή. Συνηθίζεται, οι περήφανοι κοιλαράδες να τουρλώνουν την κοιλιά τους, και οι γκόμενες τα οπίσθιά τους.
Κοίτα-κοίτα πως τον τουρλώνει! Φιρί φιρί το πάει να τον φάει...
Got a better definition? Add it!
Η πράξη κατά την οποία γλυκαίνεσαι με το χέρι. Ο αυνανισμός.
Χάρυ Κλυνν: «Κάτι τέτοια παιδιά έχουν ψοφήσει τους ρέστους στο χερογλύκανο...»
βλ. και χειρογλύκανο
Got a better definition? Add it!
Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Got a better definition? Add it!
Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.
- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ;
- Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.
Got a better definition? Add it!
Περιγραφή συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από υπακοή, που συνήθως έχει επιβληθεί διά της βίας.
- Μπάμπη μου, να μιλήσω;
- Σούλα, ΣΟΥΖΑ γιατί θα τις φας!
Got a better definition? Add it!
Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.
- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified