Με την έννοια του «καταφέρνω», χρησιμοποιείται υποτιμητικά προς παίκτες αθλημάτων στο γήπεδο, κυρίως σε αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
-Αφού δεν την μπαλεύεις ρε μαλάκα, πήγαινε σπιτάκι σου και άσε τη μπάλα γι αυτούς που ξέρουν!!
Με την έννοια του «καταφέρνω», χρησιμοποιείται υποτιμητικά προς παίκτες αθλημάτων στο γήπεδο, κυρίως σε αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
-Αφού δεν την μπαλεύεις ρε μαλάκα, πήγαινε σπιτάκι σου και άσε τη μπάλα γι αυτούς που ξέρουν!!
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.
Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω σεξ. Λέγεται ειδικά εάν περηφανευόμαστε σε φίλο - πολύ γαμημένα σωβινιστική η ελληνική τελικά...
- Σκόραρες ρε χθες;
- Χατ-τρικ!
- (Καλά, χέσε μας ρε παίχτη...)
Got a better definition? Add it!
Από τον γνωστό ηθοποιό Alain Delon. Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων.
- Μ' αυτό το παιδί δε μπορώ να συνεννοηθώ. Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε.
- Ε, αφού του λες κάτι και σου απαντάει αλέν ντελόν.
Δες και αλλαντάλλα.
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.
- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!
Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση που μας χαλάει, που δεν τη γουστάρουμε.
Got a better definition? Add it!
Τζάμι κατάσταση, καλή φάση. Λογοπαίγνιο από το όνομα του γνωστού καλλιτέχνη.
- Πώς περάσατε χθες;
- Τζαμιροκουάι φίλε, έπρεπε νά 'ρθεις!
Got a better definition? Add it!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.
- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!
Δες και μπερδεψοκατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.
Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.
-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...
Got a better definition? Add it!