Το δίκτυο ομοφυλοφίλων, τα κοινωνικά, επαγγελματικά, αλλά και απαραιτήτως σεξουαλικά αλισβερίσια μξ τους, οι γνωριμίες, τα κονέ τους. Επίσης (και κυρίως) ο γκέης που ασχολείται με αυτά, το γκέι λαδωτήρι.

Δεν βγάζει αποτελέσματα ο γούγλης αλλά λέγεται ευρέως (και μξ ομοφυλοφίλων).

Βλ. και ίντερπουστ.

- Μην τον βλέπεις έτσι μαζεμένο, ο τύπος έχει πολλές επαφές και γνωριμίες. - Μάστα, πουστ κονέξιον δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχει σχέση με τις αλλαξοκωλιές. Αναφέρεται όταν βάζουμε μόνο την άκρη του πέους κοινώς πουτσοκέφαλο, εις τον πρωκτό. Με λίγα λόγια είναι σαν να βάζουμε την μύτη. Οι μυτοκωλιές γίνονται συνήθως σε γυναίκες που δεν είναι συνηθισμένες στον πρωκτικό έρωτα, ώστε να μην τις πονέσουμε πολύ.

- Ρε μωρό μου, μη μου κάνεις μυτοκωλιές, δεν είμαι καμιά παρθένα!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρήζω τα παπάρια κάποιου, τον ενοχλώ διαρκώς.

- Έλα ρε φίλε, πάμε μία μπουρδελότσαρκα Συγγρού. Ξανασκέψου το. Μόνο για λίγο...
- Πωπω, μου έχεις πρήξει τον πούτσο τρεις ώρες ρε μαλάκα. Άντε, πάμε, να πάρεις μάτι τα τραβέλια, να δω τι θα καταλάβεις!

(από HardcoreGR, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλιά που μεταδίδεται από προϊστάμενο σε υφιστάμενο.

Συνώνυμο: φλιπερο-ψωλιά καθότι μεταδίδεται όπως η μπίλια στο φλίπερ.

Καλά εε, αυτός ο ψοφολογιάς, έκανε την μαλακία του αλλά έφαγε κι ένα ψωλογκέλ από το αφεντικό που ήταν όλο δικό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για κάποιον λέμε ότι «του άνοιξε» εννοούμε του άνοιξε ο κώλος. Επικρατεί ο ανοιχτός κώλος λόγω διείσδυσης να θεωρείται κάτι σαν γούρι που φέρνει καλή τύχη.

Ντάξει! Έβαλε τρίποντο με κλειστά μάτια από το κέντρο του γηπέδου! Του άνοιξε κανονικά!

(από Khan, 29/01/12)

βλ. και σούφρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάε λάδι και έλα βράδυ να σου ξηγηθώ αλφάδι!

Αναφέρεται στη μείωση της τριβής λόγω λιπαντικού κατά την επαφή (συνήθως από τη πίσω πόρτα). Εναλλακτικά, «βάλε λάδι».

- Εμένα να προσέχεις πως μου μιλάς, δε σε 'χω και τίποτα, να ξες...
- Θα με κλάσεις! Φάε λάδι και έλα βράδυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «καλησπέρα» και «σπέρμα». Προσφωνείται από αμφότερα και τα δύο φύλα:

  • Όταν κάθε καυλωμένος καλησπερ(μ)ίζει την κοπελιά του ή κάποια άγνωστη η οποία τον έχει ανάψει,
  • Στα προκαταρκτικά του σεχ την ώρα που ο λούτσος βγαίνει απ' το σλιπάκι και χαιρετάει το γατάκι.
  1. (χτυπάει κουδούνι) - Έρχομαι μωρό μου....
    - (ανοίγει την πόρτα) Ήρθα να δούμε DVD, όπως μου είπες.
    - Καλησπέρμα! Μμμμ...ντύθηκες όπως πρέπει βλέπω.

  2. - Τι είναι αυτό που έχει φουσκώσει στο σλιπάκι σου βρε παλιόπαιδο;
    - Για έλα να δεις. Κάποιος θέλει να σου πει κάτι.
    - Για να δω......ΩΩΩ!
    - Καλησπέρμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάπαυστος πεοθηλασμός.

- Μυρίζει πολύ έντονα η αναπνοή σου Τζέσικα.
- Έκανα ψωλοφαγία χθες το βράδυ.

(από chrismegas, 09/02/12)valentine\'s και μαλακίες... (από MXΣ, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified