Ή αλλιώς έχ' γαβριάξ'.

Η απέλπιδα προσπάθεια κοπέλας ή ώριμης γυναίκας, να έρθει σε σεξουαλική επαφή, διότι έχει πάρα πολύ καιρό να συνουσιασθεί.

- Καλά ε! Η Σταυρούλα από τότε που την έστειλε ο Βαγγέλης, έχει τρελαθεί! Ψάχνεται απελπισμένα! - Άσε μαλάκα... Έχει γαβριάξ' για πούτσο η γκόμενα!

Δες και γαυρίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματική έκφραση, στο τελείωμα μιας πρότασης, η οποία χρησιμοποιείται όταν κάποιος:

  1. Δεν παίρνει στα σοβαρά, είναι χαλαρός με μια κατάσταση ή αδιαφορεί για ένα αντικείμενο.

  2. Αντιμετωπίζει με περίσσια ευκολία μια κατάσταση.

1α. - Παίζω πολλά χρόνια μπάσκετ... - Πας για πρωταθλητισμό ή παίζεις για τ' αρχίδια σου;

1β. - Καλά, ο μαλάκας ο Πέτρος το 'χει ρημάξει το αμάξι! - Αυτό είναι το παλιό ρε...το χει για τ' αρχίδια του...

  1. - Στον τελικό θα κερδίσεις όμως; - Ποιόν; Τον Σάκη; Αυτόν ρε τον έχω για τ' αρχίδια μου..!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ' ακολουθώ, σε έχω πάρει στο κατόπι.

Διφορούμενη φράση που λέμε πειρακτικά σε κάποιον (με τον οποίον έχουμε οικειότητα) που προπορεύεται.

- Λαλάκηηηη, σ' έχω πάρει από πίσω!
- Επ! Τι έγινε φίλε, καλά είσαι;
- Μια χαρά, τώρα παρκάρω, τα λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως όταν πρόκειται να γίνει χαμός σε μια κατάσταση, για να δηλώσει το χάος, την βία.

  1. Καλά αυτή η ταινία γαμάει, κάτσε να την δούμε, σε λίγο αρχίζει και το ματομούνι.

  2. Πωπω, τι ματομούνι είναι αυτό; Πάμε να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δηλώνει έκπληξη, ξάφνιασμα.

  2. Δηλώνει έλλειψη αντοχών, εξάντληση.

  1. Άμα δεις τη γκόμενα του Πέτρου θα σου φύγει το μουνί!

  2. Πω πω μαλάκα, έτρεξα 5 χιλιόμετρα σήμερα... Μου έφυγε το μουνί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαγωτό ή και τσαγάκι, είναι όταν ο άντρας βάζει-βουτάει το παπαροσάκουλό του στο στόμα της γυναίκας, και εκείνη το δέχεται στο στόμα της σαν ποτήρι. Το όνομα είναι παρμένο απο τον τρόπο που λειτουργεί το σακουλάκι του τσαγιού στο ποτήρι με το νερό ώστε να πάει παντού το άρωμα του τσαγιού χωρίς να πέσουν μέσα στο νερό τα αποξηραμένα φύλλα του τσαγιού.

  1. Πω καλά, παιδιά η Γιώτα μου έκανε ένα τσαγωτό εχθές...

  2. Έλα μωρό μου, πού είσαι; Θα έρθεις από το σπίτι, να ετοιμάσω το τσαγάκι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχής κατάληξη ενός ραντεβού σε ένα πόδι νύχτα.

- Φίλε θυμάσαι εκείνο το μωράκι που 'χα βάλει στο μάτι;
- Για πε...
- Το πιστόλιασα χτες!
- Σσσωραίος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκιστί: της πουτάνας το κάγκελο.

-Γάμησέ τα. Χθες στο πάρτυ έγινε της επί χρήμασι εκδιδόμενης το κιγκλίδωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκ του πέρασα ΚΤΕΟ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από γυναίκες και από gay. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι γαμήθηκε μια χρονική περίοδο.

Λόλα: - Βγήκες τελικά με το παιδί που σου σύστησα;
Λίλη: - Ναι. Και με πέρασε ΠΕΟ μάλιστα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified