Further tags

Ο νεοέλληνας, ως γνωστό, έχει γεννηθεί με διδακτορικό στο κωλοβάρεμα. Σε περίπτωση συγκέντρωσης τριών διδακτόρων στον ίδιο χώρο, το κωλοβάρεμα τριπλασιάζεται ως μέγεθος. Θεωρείται δε τόσο φυσιολογική αυτή η κατάσταση που το μόνο που μπορεί να συμβεί για να αλλάξει είναι να εμφανιστεί κάποιος τέταρτος, δρ και αυτός, για να συμπληρωθεί το καρέ που απαιτείται ώστε να παιχτεί η πρέφα (το γνωστό χαρτοπαίγνιον).

Στην αργκό η έκφραση απευθύνεται πάντα στον εμφανιζόμενο τέταρτο από τον γαμάω της τριπλέτας.

- Τι κάνετε εσείς εδώ;
- Τι να κάνουμε αδερφέ μου, περιμένουμε τέταρτο για πρέφα.

Ζητείται τέταρτος... (από Stravon, 08/09/09)όλα κι όλα, το θέλει το διδακτορικό της!!! (από Stravon, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική (κυρίως) περιγραφή στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αντίπαλος στο τάβλι.

Χρησιμοποιείται όταν ο αντίπαλος φέρνει διπλές που αφενός men έχει τα τις παίξει μόλις και με τα βίας, αφετέρου the καταστρέφεται όλη του η στρατηγική στο ταβλικό πεδίο μάχης.

- Τριάρες...
- Τις έχεις!
- %$#^%$#

(από Fotis Nitsiopoulos, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόντρα στην κόντρα, ανέβασμα στο ανέβασμα.

Όρος της πόκας, που πέρασε και ως σλανγκ στην καθημερινότητα. Προέρχεται από το γαλλικό «relancer», με τη σημασία του ξεκινάω εκ νέου (λανσάρω ξανά).

Στην πόκα είναι ουσιαστικά το δικαίωμα για ανέβασμα του ποσού εκ νέου, μετά το ανέβασμα του πονταρίσματος από προηγούμενο παίχτη. Για παράδειγμα, γίνεται μια γύρα, ο πρώτος παίχτης ποντάρει 20 ευρώ, ο δεύτερος πάσο, ο τρίτος ακολουθεί. Τώρα, αν ο τέταρτος παίκτης τα δει και εκείνος ή πάει πάσο το παιχνίδι συνεχίζεται, δλδ σκάει φύλλο. Σε περίπτωση που ο τέταρτος, ως έχει δικαίωμα αποφασίσει να ανεβάσει το ποσό, π.χ. στα 30 ευρώ, όλοι οι παίκτες «μιλάνε» ξανά. Τώρα αν ο πρώτος που είχε αρχικά ανεβάσει το ποσό το ξαναανεβάσει από 30 σε 50 ευρώ, τότε λέμε για ρελάνς.

Ένας κανόνας, στα «μεγάλα» τραπέζια και στην σωστή πόκα είναι ότι το «ντούκου» χάνει το δικαίωμα για ρελάνς. Π.χ. κάποιος παίκτης που πάει ντούκου, δηλαδή περνάει η σειρά του χωρίς να ποντάρει έστω το ελάχιστο, δεν έχει δικαίωμα να αυξήσει το ποσό πονταρίσματος που θα βάλει ένας από τους επόμενους παίκτες. Μπορεί μόνο να «δει» το συγκεκριμένο ποσό, δλδ να βάλει το ποσό, και να συνεχίσει να συμμετέχει (ή να πάει πάσο). Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αυξήσει αυτό το ποσό, δηλαδή να κάνει ρελάνς.

Τώρα στην καθημερινότητα, η φράση εννοεί ότι κάποιος πάει κόντρα στην κόντρα, και ιδίως σε καβγάδες. Δηλαδή κανείς δεν υποχωρεί και ανά καιρούς ρελανσάρει, χοντραίνοντας ή διατηρώντας την πολεμική ατμόσφαιρα.

- Γιατί δεν απάνταγες χθες στο τηλέφωνο όλη μέρα;
- Ήμουν εκνευρισμένη!
- Για ποιο πράγμα;
- Θυμήθηκα που είδαμε την πρώην σου, και ήσουν όλο χαρά!
- Δεν τα είπαμε κούκλα μου; Περασμένα ξεχασμένα.
- Ναι, αλλά όλο πάνω της πέφτουμε. Τυχαίο είναι;
- Τι ρελάνς είναι αυτή που μου κάνεις! Στην υπόλοιπη ζωή μας αυτό θα είναι το θέμα μας; Κλείσ' το να πάει στο διάολο!
- Έτσι εύκολα νομίζεις ότι θα γλυτώσεις....

Τηλεφώνησες πάλι
όπως έβλεπα Γκάλη
να μου κάνεις ρελάνς
με κουράζεις ρε Λίζα
θα μου κάψεις τη μίζα
και θα πάρω ρεβάνς....
(από το γνωστό άσμα)

(από Khan, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε για το τραπέζι που πάνω κάποιοι παίζουν πόκα, και πιο συγκεκριμένα για αυτούς τους κάποιους.

Η περίπτωση που συνήθως γίνεται η ερώτηση είναι η ακόλουθη. Στο τελευταίο ποντάρισμα ενός παιχνιδιού, κι ενώ οι υπόλοιποι έχουν πάει πάσο, γίνεται μια μεγάλη ρελάνς, ή ένας από τους δύο ποντάρει πολύ μεγάλο ποσό. Ο άλλος παίκτης συνήθως ζητάει δικαίωμα να σκεφτεί. Είτε λόγω πονοκεφάλου (βάλτε τσιγαρίλα συν κούραση), είτε για άλλους λόγους, μπορεί να ανοίξει τα χαρτιά του κάτω για να σκεφτεί πιο καλά και να δει πιο καθαρά από τι φύλλο χάνει. Ή και να σιγουρευτεί για το φύλλο του. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο στο τελευταίο ποντάρισμα. Ο παίκτης κάνει την ερώτηση «το τραπέζι μιλάει;», ουσιαστικά παίρνοντας άδεια από τον αντίπαλο, για να συμβουλευθεί κάποιον (από τους παίκτες που έχουν πάει πάσο). Βέβαια η συμβουλή αφοράει μόνο το φύλλο αυτού που ρωτάει και σίγουρα όχι οποιαδήποτε εικασία για το τι μπορεί να έχει ο άλλος που πόνταρε τα πολλά λεφτά ή αν ο άλλος μπλοφάρει.

Η ερώτηση έχει νόημα διότι είναι λίγο unfair. Αλλά επαναλαμβάνω δικαιολογείται, γιατί κάποιες φορές, ιδίως μετά από ώρες παιχνίδι, ή σε καινούρια κόλπα, είναι λογικό κάποιος να το ζητήσει. Επίσης κάποιος που ζητάει να μιλήσει το τραπέζι δεν μπορεί μετά να ανεβάσει το ποσό, μπορεί μόνο να πάει μέσα, να ακολουθήσει το ποντάρισμα. Σε περιπτώσεις που στο καρέ υπάρχουν καινούργια πρόσωπα, το τραπέζι είθισται να «μιλάει».

Εκτός πόκας, η έκφραση κάποιες φορές χρησιμοποιείται, συνήθως από τρίτους, κατά την διάρκεια κάποιας διαμάχης μεταξύ φίλων. Συνήθως σε σοβαρά θέματα που ελλοχεύει ο κίνδυνος παρεξήγησης από τους δύο εμπλεκόμενους. Επίσης είναι κλασική ατάκα που ξεφεύγει από ποκαδόρους!

α' φίλος: Είσαι μεγάλος παπάρας και φίδι κολοβό. Τι φοβήθηκες ρε μαλάκα και μου την βγήκες έτσι; Ότι θα σου φάω τα λεφτά;
β' φίλος: Ας μην δανειζόσουν αν δεν μπορούσες. Εγώ ήμουν πρόθυμος, εφόσον είχες ανάγκη να σ' τα δανείσω. Αλλά μπορούσες να ήσουν πιο ντεκλαρέ. Να μου έλεγες ότι θα σ' τα αργήσω, όχι να μη σηκώνεις τα τηλέφωνα. Τα πήρα κι εγώ, για αυτό το ανέφερα μπροστά σε τρίτους.
γ' φίλος: Αφενός ηρεμήστε. Αφεδύο, το τραπέζι μιλάει;

(από electron, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βραχυκυκλώνει κι αδυνατεί να λειτουργήσει.

Ο όρος προέρχεται από τα φλιπεράκια τα οποία όταν τα κλωτσάς ή τα μετακινείς απότομα τίθενται εκτός λειτουργίας αναγράφοντας στην οθόνη «τιλτ».

- Καλά μιλάμε το άτομο δεν έγραψε τίποτα στο διαγώνισμα! Με το που είδε τα θέματα βάρεσε τιλτ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα σημαίνει την «αγορά» που δεν «βγήκε» με δυο ή περισσότερες μπάζες λιγότερες από τις δηλωθείσες. Π.χ. αν έχει δηλώσει ο «αγοραστής» επτά κούπες και κάνει έξι «μπάζες», τότε είναι «απλώς μέσα», αν κάνει πέντε ή λιγότερες μπάζες, είναι «σόλο μέσα». Λέμε ακόμη και «σολάρισε».

Φτου, ρε πούστη, παίζεις όλα τα σπαθιά; Πάω σόλο!

Πού ανεβαίνεις, ρε μαλάκα; Πάρ΄τα να πας σόλο!

Την πλήρωσα την πρέφα σήμερα· σολάρισα δυο εφτάρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει την αποτυχία της αγοράς.

  1. Πόσα ατού παίζεις, ρε μαλάκα; Μέσα είμαι!

  2. Πώς μπήκαμε μέσα, ρε συ; Τέσσερα ατού και δυο άσους είχα...

  3. Την έμπηξες μέσα την αγορά, παίζω και τα σπαθιά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει τη «λεβέ», δηλαδή τη χαρτωσιά που κερδίζει κάποιος παίκτης ή ζευγάρι. Λέμε λοιπόν, «πήρα τη μπάζα», ή «έχασα τη μπάζα» κ.λπ. Λέγεται και «μπαζιά».

Χάρισα τον άσσο για να κάνω κι άλλη μπάζα και τελικά μπήκα μέσα!

Πόσες μπάζες κάναμε;

Άσ' τα κάτω, ρε μαλάκα, αφού την πιάνω τη μπάζα, έχω κι άλλο ατού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified