Got a better definition? Add it!
Κάτι το οποίο έχει καταντήσει τόσο συνηθισμένο, που έχει ή κοντεύει να εξευτελιστεί, το κλισέ. Συνήθως στο ρηματικό τύπο γίνομαι σούπα.
(από διαδικτυακό φόρουμ)
Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα 2 thread με το ίδιο ακριβώς κείμενο (που έχει γίνει σούπα πλέον).
(Περί «Κωνσταντίνου και Ελένης» ο λόγος:)
Αίσχος δε την αντέχω άλλο αυτή τη σειρά έχει γίνει σούπα 2-3 χρόνια παίζει ασταμάτητα 40-50 επεισόδια. (από διαδικτυακό φόρουμ)
(από διαδικτυακό φόρουμ)
[...] δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξενέρωμα την στιγμή που παίζεις και έχεις μπει στο παιχνίδι (βράδυ με μουσική υπόκρουση στο τέρμα με τα ακουστικά εννοώ) να βλέπεις την Lara να χάνει το ένα της πόδι μέσα στον τοίχο ή όταν πατάς το num 0, να βλέπεις στιγμιαία μέσα στο κεφάλι της, και όλα αυτά εν έτει 2003 όπου το 3d έχει γίνει σούπα...
(από διαδικτυακό φόρουμ, για τη Μερσεντές Ε200)
Το συγκεκριμένο αμάξι κατά την γνώμη μου, εκτός απ' το ότι έχει γίνει σούπα, έχει και μια απίστευτη έλλειψη χαρακτήρα. Εξωτερικά είναι ένα ωραίο(;) σύνολο που δεν έχει τίποτα ξεχωριστό, τίποτα που θα σε κάνει να σταθείς να το χαζέψεις λίγο.
Got a better definition? Add it!
Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.
Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!
Got a better definition? Add it!
Το εξαιρετικό, το εξαίσιο, το έξοχο.
Δεδομένου ότι αυτό το εξ-εξ-εξ είναι κάτι που συναντάται μόνο στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνος, ο ορισμός αμάν πωπώ χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει αυτό που κάτι τελικά δεν είναι.
- Τι έλεγε το μωρό εψές;
- Εντάξει δεν ήταν και αμάν πωπώ, αλλά για Δευτέρα βράδυ...
- Όπα ρε, κατούρα και λίγο
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.
Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.
Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)
Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)
Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για τον πούτσο, άχρηστο.
Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.
Got a better definition? Add it!
Η πρωτεύουσα της Αιγύπτου, σλανγκιστί, δίνει αφορμή για μια παρετυμολογία. Δηλαδή το Κάιρο, όπως και το καΐκι, σημαίνουν τον καμμένο, την καμμένη φλάντζα, το καμένο χαρτί, τον καρακαμένο, το αποκαΐδι, τον φλατζοκαμμένο. Έχουν σχηματιστεί ανάλογες εκφράσεις, όπως «έφυγε για Κάιρο μεριά».
Να μην συγχέεται με το πραγματικό Κάιρο, που έχει την εξής ετυμολογία:
Κάιρο < αγγλικό Cairo < αραβικό Al-Kahira = νικηφόρος, πιθανόν προς τιμήν του Άραβα στρατηγού που κατέλαβε την Αίγυπτο το 969 μ.Χ. Το παλαιότερο όνομα της πόλης ήταν Khereohe/Kheriaha που σημαίνει πεδίο μάχης, επειδή σε εκείνη την περιοχή πολέμησαν δύο αιγυπτιακές θεότητες. Για την σλανγκ χρήση του Καΐρου βλ. και συνδέω με Κάιρο και Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο.
Πηγή: JohnBlack.
- Πολύ φευγιό ο δικός σου δικέ μου!
- Ναι, έχει φύγει για Κάιρο μεριά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η παραλλαγή του πρώτη μούρη στο Καβούρι, για να καλύπτονται και τα δυτικά προάστια, και όχι μόνο τα νότια. Ό,τι διαφορά έχει το Μπουρνάζι απ' το Καβούρι, την ίδια έχει και το νάζι από την μούρη, ήτοι στο Καβούρι πρέπει να είσαι μούρη, ενώ στο Μπουρνάζι φτάνει και λίγο νάζι. Πρβλ. οξεία μπουρναζίτιδα, η.
- Τα έφτιαξε ο Αρίστος, ξέρεις η πρώτη μούρη στο Καβούρι, με την Μαιρούλα, ξέρεις, το πρώτο νάζι στο Μπουρνάζι.
- Και πού βγαίνουνε τώρα;
- Τις μονές νότια, τις ζυγές δυτικά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».
Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.
Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
- Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...
Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
- Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
- Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!
Got a better definition? Add it!
Προφανώς έκφραση μεγαλοποίησης της αρεσκείας ενός ατόμου ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση κλπ...
Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified