Further tags

Ρουφιανεύω / καταδίδω κάποιον.

- Αυτός ο ρουφιάνος ο Βασίλης με έδωσε στεγνά! Είπε στη δικιά μου πως με είδε να χαμουρεύομαι με άλλο γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάσε, βούλωσέ το, μη μιλάς.

Πιο μάγκικο συνώνυμο του κάνω μόκο, δηλαδή δε μιλάω.

- Θα σε σπάσω τα μούτρα έτσι και...
- Άλα της! Αγορίνα, κομμένη! Μόκο τσιριμόκο καλύτερα τώρα για να μην αρπάξεις κι' άλλες!

(από Mr. Cadmus, 07/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χέζουμε ευκοίλια και στη λεκάνη σχηματίζονται σχέδια παρόμοια με αυτά της βεντάλιας, λόγω της ρευστότητας του σκατού.

-Άσε χτες με πείραξε ο γύρος και έριξα πολλές βεντάλιες!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.

Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.

Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.

Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.

  1. Άσ' τα, σφίξαν οι κώλοι μετά που ήρθε ο νέος γενικός διευθυντής! Πάνε οι μέρες της ρέκλας!

(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)

  1. - Για να σφίξουν οι κώλοι εδώ μέσα γιατί πολύ αέρα πήραν μερικοί-μερικοί!

(από Khan, 17/05/14)Στο 1.30. (από Khan, 17/05/14)

Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.

Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.

(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol

Μπουταρης (από polemarxos90, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.

-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οπωσδήποτε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, σίγουρα.
  2. Με θράσος, με τσαμπουκά.

1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!

  1. -Θα δώσεις το μάθημα τελικά; - Δεν έχω ανοίξει βιβλίο, αλλά θα πάω στεγνά κι ό,τι κάτσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι πήγε πολύ στραβά, όταν κάτι γαμήθηκε τελείως.

- Πω ρε μαλάκα, με απέλυσαν, μου πήδηξαν την γκόμενα, μου έκαναν έξωση, άσε, γαμήθηκε το σύμπαν!

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιον ο οποίος συνήθως δεν έχει τι να κάνει και μας πρήζει τον πούτσο.

-Πω ρε, είδες χθες είδες το ματς; Τι γκολάρα έβαλε θεε μου, αα δεν σου είπα, φασώθηκα με την Ελένη, ααα μαλάκα, θα πάμε Firewind έτσι;
-(Και εγώ σκεφτόμενος την χαμένη μου αγάπη), δουλειά δεν είχε ο διάβολος γαμούσε τα παιδιά του.

(από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified