Ξανά, για πολλοστή φορά (επιτατικό). Συνώνυμα: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
- Τάκη;
- Ναι Τούλα;
- Πώς είπαμε βάζουμε τα κανάλια στη μνήμη;
- Άιντε ξανά μανά τα ίδια...
Ξανά, για πολλοστή φορά (επιτατικό). Συνώνυμα: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
- Τάκη;
- Ναι Τούλα;
- Πώς είπαμε βάζουμε τα κανάλια στη μνήμη;
- Άιντε ξανά μανά τα ίδια...
Got a better definition? Add it!
Το λέμε σε κάποιον που φαγώνεται (λυσσάει) με κάτι.
Όλη την ώρα τα ίδια θα λέμε; Σ' έπιασε και δεν σ' αφήνει. Ωχου! λύσσα κακιά!
Got a better definition? Add it!
Απειλητική έκφραση, όμοια με το «περίμενε και θα δεις τί έχεις να πάθεις». Μπορείς να το συναντήσεις και ως αγάντα και σού 'ρχομαι.
- Συνεχίστε το βιολάκι σας εσείς, αγάντα κι έφτασα και θα τα πούμε ένα χεράκι. (φαντάσου τώρα να είσαι ξένος και να προσπαθείς να μάθεις ελληνικά. Μαθαίνονται αυτά μωρέ;)
Got a better definition? Add it!
Δεν τρελαίνομαι κιόλας, δεν γοητεύομαι, δεν είναι της πρώτης επιλογής μου.
Εντάξει ρε παιδί μου, ωραίος γκόμενος δε λέω, μα δεν σπάω και καρέκλες πια.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση με ομοιοκατάληκτες λέξεις που δηλώνει απελπισία, αδιέξοδο, απογοήτευση.
Τη λέξη βράστα την συναντάμε και στην παρόμοιας σημασίας έκφραση βράσε ρύζι.
- Άσ 'τα βράστα, ξέμεινα πάλι από φράγκα!
Βλ. και άσ' τα, βράσ' τα
Got a better definition? Add it!
Μαθητικός χαρακτηρισμός για την διδακτική ώρα με καθηγητή που αδυνατεί να επιβάλλει την τάξη. Παλιότερα η έκφραση χρησιμοποιούνταν κυρίως για το μάθημα των Αγγλικών ή των Οικοκυρικών, αλλά σήμερα χαρακτηρίζει οποιοδήποτε μάθημα γίνεται σε καθεστώς αταξίας και χαβαλέ...
- Τι έχουμε τώρα; Καραμπισμπίκη; Α, καλά, η ώρα του παιδιού!
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης γκαγκά.
Θεωρείται ακόμα πιο υποτιμητική - συνώνυμη του τελείως γκαγκά (γκαγκά σε υπερθετικό βαθμό).
Ηχητικά παραπέμπει στο όνομα Αλί-μπαμπά (και οι 40 κλέφτες).
- Καλά μιλάμε είσαι αλί-γκαγκά, όχι απλώς γκαγκά!
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.
Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...
Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...
Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.
ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.
Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.
Δες και τζαζ.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως ως απάντηση σε δηλώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι τελείως κουφές και αναληθείς. Πιθανή αποστομωτική απάντηση είναι: «τότε πάρε την ομπρέλα σου».
- Δε σου λέω ψέματα μωρό μου. Δεν ξέρω πως βρέθηκε γυμνή στο κρεβάτι μου η Πόπη.
- Όχι ρε βρέχει. Και ήταν τυχαίο φαντάζομαι ότι ήταν στα τέσσερα και εσύ ήσουν σκυμμένος από πάνω της ε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified