Further tags

Ξανά, για πολλοστή φορά (επιτατικό). Συνώνυμα: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.

- Τάκη;
- Ναι Τούλα;
- Πώς είπαμε βάζουμε τα κανάλια στη μνήμη;
- Άιντε ξανά μανά τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον που φαγώνεται (λυσσάει) με κάτι.

Όλη την ώρα τα ίδια θα λέμε; Σ' έπιασε και δεν σ' αφήνει. Ωχου! λύσσα κακιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση, όμοια με το «περίμενε και θα δεις τί έχεις να πάθεις». Μπορείς να το συναντήσεις και ως αγάντα και σού 'ρχομαι.

- Συνεχίστε το βιολάκι σας εσείς, αγάντα κι έφτασα και θα τα πούμε ένα χεράκι. (φαντάσου τώρα να είσαι ξένος και να προσπαθείς να μάθεις ελληνικά. Μαθαίνονται αυτά μωρέ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τρελαίνομαι κιόλας, δεν γοητεύομαι, δεν είναι της πρώτης επιλογής μου.

Εντάξει ρε παιδί μου, ωραίος γκόμενος δε λέω, μα δεν σπάω και καρέκλες πια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ομοιοκατάληκτες λέξεις που δηλώνει απελπισία, αδιέξοδο, απογοήτευση.

Τη λέξη βράστα την συναντάμε και στην παρόμοιας σημασίας έκφραση βράσε ρύζι.

- Άσ 'τα βράστα, ξέμεινα πάλι από φράγκα!

η άγνωστη κοιτίδα;;; (από xalikoutis, 18/06/09)

Βλ. και άσ' τα, βράσ' τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθητικός χαρακτηρισμός για την διδακτική ώρα με καθηγητή που αδυνατεί να επιβάλλει την τάξη. Παλιότερα η έκφραση χρησιμοποιούνταν κυρίως για το μάθημα των Αγγλικών ή των Οικοκυρικών, αλλά σήμερα χαρακτηρίζει οποιοδήποτε μάθημα γίνεται σε καθεστώς αταξίας και χαβαλέ...

- Τι έχουμε τώρα; Καραμπισμπίκη; Α, καλά, η ώρα του παιδιού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης γκαγκά.

Θεωρείται ακόμα πιο υποτιμητική - συνώνυμη του τελείως γκαγκά (γκαγκά σε υπερθετικό βαθμό).

Ηχητικά παραπέμπει στο όνομα Αλί-μπαμπά (και οι 40 κλέφτες).

- Καλά μιλάμε είσαι αλί-γκαγκά, όχι απλώς γκαγκά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.

  1. Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...

  2. Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...

  3. Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...

(από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.

ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.

Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.

«Γιατι εσυ ξέρεις στο κρεβάτι τι θα πεί ροκ εντ ρόλ...» Σιδηρόπουλος (1985) (από vikar, 08/07/11)

Δες και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως ως απάντηση σε δηλώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι τελείως κουφές και αναληθείς. Πιθανή αποστομωτική απάντηση είναι: «τότε πάρε την ομπρέλα σου».

- Δε σου λέω ψέματα μωρό μου. Δεν ξέρω πως βρέθηκε γυμνή στο κρεβάτι μου η Πόπη.
- Όχι ρε βρέχει. Και ήταν τυχαίο φαντάζομαι ότι ήταν στα τέσσερα και εσύ ήσουν σκυμμένος από πάνω της ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified