Further tags

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο έχουν έφεση γυναίκες με μεγάλο και κατά κανόνα πεσμένο στήθος, τόσο ώστε να μπορούν να το κλοτσούν καθ' ομοίωση του δημοφιλούς ποδοσφαίρου.

Καλά, η τύπισσα που γνώρισε ο Φάνης παίζει και γαμώ τα βυζόσφαιρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(γίνομαι)

Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.

Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.

βλ. και τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτη σκέψη 90's, δεύτερη τα χάπατα, τρίτη Οινόφυτα parties και battery club, τέταρτη σκέψη οι εναπομείναντες που χορεύουν κάνοντας κουτάκια με τα χέρια τους και άλλα 90's χορευτικά σε πάρτυ που θα ήθελαν να τους θυμίζουν τα δικά τους. Φοράνε πολύχρωμα πουκάμισα, περίεργα παντελόνια συνήθως και οι πιο hardcore πολύχρωμα κορδόνια και down town παπουτσάκια όσοι το πάνε προς trance..

- Ψηλέ άραγκον και χώσε μπίου, παίζει rave εδώ! Κοίτα το χάπατο πώς κουνιέται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «μπιχλιμπίδια», τα κοσμήματα.

Την είδες την Πόπη; Όλο φρου φρου κι αρώματα είναι τώρα τελευταία. Θα βρήκε γκόμενο φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published

Φαινόμενο κατα το οποίο εκτός από τον κώλο (κωλοχωριστρίαση) φαίνεται και η κωλοχωρίστρα του ατόμου για το οποίο μιλάμε. Κατά κανόνα δεν υφίσταται κωλοχωριστρίαση αν δεν υπάρχει εξωκώλιαση, αλλά από προσώπικη πείρα λέω ότι δυστυχώς υπάρχουν και τέτοια φαινόμενα. Μάλιστα μια κοπέλα το έχει καταφέρει και -προς λύπη των υπολοίπων- με μεγάλη επιτυχία.

- Ευσταθία, πάλι έχεις κωλοχωριστρίαση. Έλεος! Θα πέθανουμε από τη θέα!
- Για ήρεμα γιατί θα πώ στη Σακκά να σε πλακώσει στο ξύλο!
- Πες της να μαζέψει και αυτή τον κώλο της μη της βάλω τη γλώσσα στον κώλο!

(από patsis, 13/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντιδιαστολή με το body lines.
Σημαίνει :
1. Τρώω ακατάσχετα, κατεβάζω τον αγλέωρα, φαΐ χωρις όριο
2. Γρήγορη πάχυνση, επαύξηση λίπους

- Είδες τη Μαρίτσα; Αγνώριστη έγινε.
- Αδυνάτισε;
- Nαι, πώς το θελες; Mπήκε σε ταχύρρυθμο πρόγραμμα ξιγκοενίσχυσης των ΒΟΔΥ λάινς. Μιλάμε... θα σκάσει !

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παχαίνω, παίρνω μερικά κιλά. Επίσης συναντάται το τσουπωτός.

- Μου φαίνεται ότι τσούπωσες λιγάκι από την τελευταία φορά που σε είδα...
- Η αλήθεια είναι ότι πήρα 2-3 κιλά, αλλά δε με πειράζει, μου αρέσω και τσουπωτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσική Χειμερινή Θερμική Μόνωση, η Φ.Χ.Θ.Μ, ή απλά μόνωση, για λόγους συντομίας.

Ο παχύσαρκος διαθέτει θερμομόνωση κατά τους χειμερινούς μήνες, καθότι η μεγάλη επιφάνεια της κοιλιακής χώρας και του λοιπού λίπους του εξασφαλίζει σύμφωνα με τους νόμους της θερμοδυναμικής μεγάλη θερμοχωρητικότητα και μεγάλη θερμική αντοχή. Για τον ίδιο λόγο, το αυτό παρατηρείται και στον τριχωτό.

Hit and tip: Αν κάποιος επιθυμεί να αυξήσει τη φυσική θερμομονωτική ικανότητα κατά τους μήνες αυτούς, εφόσον μπορεί (hardware compatibility), μπορεί να αφήσει μούσι ή να παχύνει.
Το disadvantage όμως της υπόθεσης είναι, πως η Φ.Χ.Θ.Μ δρα αντίστροφα το καλοκαίρι. Τότε αντί να διευκολύνει δυσκολεύει. Το επιθυμητό, ίσως ουτοπικό σενάριο θα ήταν να κάνει κάποιος επιλεκτικά, γρήγορη πάχυνση το φθινόπωρο και ταχύρυθμο αδυνάτισμα την άνοιξη.

(Διάλογος ενός αδύνατου (τσίρου) κι ενός παχύσαρκου μια κρύα μέρα του χειμώνα)
(Αδύνατος) - Ρε εσύ, πως αντέχεις με κοντομάνικο σε τέτοιο ψύχος;
(Παχύσαρκος) - H μόνωση βλέπεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified