Στο στρατό: ο Λόχος Υποψήφιων Βαθμοφόρων (αφορά φαντάρους).
Υποτιμητικά: Λόχος Υπέρ Βυσμάτων ή Λούφα Ύπνος Βόλτα.
- Ο Νικολάου πήγε με απόσπαση εκπαίδευση στα Λ.Υ.Β. - Κατάλαβα... Λούφα - Ύπνος - Βόλτα...
Στο στρατό: ο Λόχος Υποψήφιων Βαθμοφόρων (αφορά φαντάρους).
Υποτιμητικά: Λόχος Υπέρ Βυσμάτων ή Λούφα Ύπνος Βόλτα.
- Ο Νικολάου πήγε με απόσπαση εκπαίδευση στα Λ.Υ.Β. - Κατάλαβα... Λούφα - Ύπνος - Βόλτα...
Βλ. και βύσμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στον στρατό σημαίνει στην εντέλεια.
- Κοίτα κρεβάτι που έστρωσα! Ουτε μία ζάρα. Τζετέ το έκανα για την επιθεώρηση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το κωλύομαι (δυσκολεύομαι), χρησιμοποιείται στον στρατό για να δείξει ότι κάποιος κάνει πολλές υπηρεσίες και γενικά δυσκολεύεται πολύ.
Καλά χτες τα είδα όλα κωλυόμενα! Από τα μαγειρεία στη σκοπιά και το βράδυ περίπολος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καψόνι στο στρατό όπου βάζουν φωτιά σε χαρτάκι που έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του φαντάρου που κοιμάται.
Καλά χτες έκαναν πυροφάνι στον νέο και μας άκουσε όλο το στρατόπεδο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άμεσα, απότομα, χωρίς πολλή σκέψη.
Χτές ο Γιάννης πήγε και την έπεσε στη ψύχρα στη barwoman.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μου ήρθε φλασιά: ξαφνικά θυμήθηκα.
- Έψαχνα όλο το σπίτι για να βρώ τα κλειδιά και στο τέλος έφαγα φλασιά ότι τα είχα στην τσέπη του μπουφάν μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαζολογώ, κάνω μαλακίες, φέρομαι βλακωδώς.
Μετά από δυό ποτά η γκόμενα αρχίσε τα τσιλιμπουρδίσματα και καταλάβαμε όλοι τι μυαλά κουβαλάει κι αυτή και οι φίλες της.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το πολύ και ανελέητο ξύλο, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει και διάφορα αντικείμενα πάσης προελεύσεως.
Τους είχαμε προειδοποιήσει να μην μας ξανακολλήσουνε. Και την άλλη φορά μας κάνανε μαγκιές και τελικά τους ρίξαμε ένα βρωμόξυλο με κάτι καρέκλες και ρόπαλα που τους έφυγε η μαγκιά.
Βλ. σχετικά:τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, το, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, το, ταβερνόξυλο, βαράτε, το, κλωτσομπουνίδι
Got a better definition? Add it!