Χρησιμοποιείται καθαρά σκωπτικά, κατά βάση σε στοιχήματα, για να ξευτελίσει εντελώς την αντίπαλη πλευρά, καταδεικνύοντας το πόσο εύκολη είναι η επικράτηση απέναντι της. Τόσο εύκολο είναι να κερδίσεις το συγκεκριμένο στοίχημα και να πάρεις τα λεφτά του αντιπάλου, ώστε αυτό να αποτελεί μέγιστο αμάρτημα. Η έκφραση έχει τις ρίζες της π.Β. (προ Βατοπεδίου) στα εκκλησιαστικά κτίσματα τα οποία έχουν τα εξής χαρακτηριστικά
Όσον αφορά την ευκολία (θετική βαθμολογία):
- Είναι αφύλακτα (+5).
- Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι μέσα, ακόμα και οι ληστές και μικροαπατεώνες (+1).
- Το παγκάρι τους είναι πάντα γεμάτο (+5).
- Κανένας ευσεβής άνθρωπος δεν θα σε κοιτάζει την ώρα που θα γεμίζεις τις τσέπες σου, γιατί θα είναι χαμηλοβλεπής και θα έχει εστιάσει στη μαύρη κάλτσα της μπροστινής γιαγιάς με τους πρησμένους αστράγαλους. Οι παπάδες, οι οποίοι δεν είναι ευσεβείς, είναι απλώς μακριά από τη φάση, αντιδιαμετρικά στον ναό (+10).
- Ακόμα και αν σε πιάσουν, μπορείς να μετανοήσεις επί τόπου = Παράδεισος (+100).
It’s a win – win situation.
Όσον αφορά την αμαρτία (αρνητική βαθμολογία):
- Κλέβεις τον Οίκο του Θεού (- άπειρο).
The ultimate sin! Τέλος πάντων από τα μεγαλύτερα γιατί το μεγαλύτερο είναι αυτό!
Συνεπώς όταν η ένα στοίχημα θεωρείται ακόμη πιο εύκολο, και συνάμα έχει ως συνέπεια να χάσει κάποιος εξαιρετικά αδύναμος τα λεφτά του, θεωρείται τόσο εξευτελιστική πράξη από μέρους σου, ώστε καλύτερα να ληστέψεις εκκλησία.
Η έκφραση έχει και ιστορική αξία αφού μ.Β. (μετά Βατοπεδίου) τείνει να εκλείψει σαν έκφραση. Και αυτό γιατί το αδιανόητο (το να ληστέψω εκκλησία) θεωρείται πλέον αυτονόητο και ακριβοδίκαιο.
Γιώργος: Μαλάκα, την Τρίτη παίζουμε με την Πανεταιρική Α. Ε. για το εταιρικό πρωτάθλημα. Να τους παίξουμε κανένα χιλιαρικάκι στοίχημα;
Ανδρέας: Έλα ρε φίλε, κάλλιο να ληστέψεις εκκλησία, παρά να τους πάρεις τα λεφτά τους τα παιδάκια. Εδώ σκεφτόμαστε να παίξουμε με σέντερ την Αγγελική...