Ο πιο συνήθης ίσως αναγραμματισμός λέξης που θα συναντήσει κανείς. Είναι αναγραμματισμός (αδόκιμα ανασυλλαβισμός) της λέξης κότα και έχει μεταφορική έννοια. Αφορά δηλαδή ανθρώπους που μασάνε να πάρουν μια απόφαση ή να να προβούν σε μια ενέργεια.

- [Την έπεσες/w στην [w=gkomena_4119]γκόμενα;
- Όχι ρε φίλε. Έκανα την τακό.
- Σα δε ντρέπεσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή λέγεται σε ήπιο και κοροϊδευτικό τόνο προς κάποιον που σε έχει εκνευρίσει και είναι συνώνυμο του «μου τα 'κανες τσουρέκια / πεπόνια», μου τα έχεις σπάσει κ.τ.λ... Εμπεριέχεται όμως σ' αυτήν ένα καλλιτεχνικό περιεχόμενο, αφού ο ποιητής γίνεται ζωγράφος των ίδιων των γεννητικών του οργάνων, εξαιτίας του ατόμου που τον εκνεύρισε...

Μετά από ώρες κρεβατομουρμούρας της γυναίκας:
- Κατάλαβες τι θέλω άντρα μου;
- Ναι.
- Και;;
- Στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο!!!χαχαχαχαχαχαχα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά, στα ποδανά.

Οι παλαιότεροι διασκέδαζαν το μαύρο χάλι τους με το όνομα του Henry Tasca, άλλοτε πρέσβυ των ΗΠΑ στην Αθήνα και παρασκηνιακού δάκτυλου του κυπριακού και της μεταπολίτευσης: Tasca-tasca-tasca-ta.

Απέλπιδα κραυγή άτυχου σπερματοζωαρίου προς τους συντρόφους του:

- Προδοσία λεβέντες, πέσαμε στα τασκά!

Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε... (από joe909, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μανούρα, στα ποδανά. Αν και η μανούρα είναι γένους θηλυκού, στα ποδανά γίνεται αρσενικού επειδή είναι πιο εύχρηστο.

- Και γιατί είσαι μέσα ρε γιακουμή;
- Ανθίστηκαν τα βέρια με τις χιονάτες, και εγένετο νουραμάς με τους πολιτσμάνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση για κάλυψη-απόκρυψη του χέσιμο, διότι τα ποδανά έχουν γίνει ευρέως γνωστά.

Διαδοχικά: Χέσιμο => σιμόχε(ν) => σιμάο.

- Λοιπόν πρέπει να πάω για σιμάο επειγόντως.
- Βάστα ωρέ λίγο...
- Δεν γίνεται! Μου παίζει φώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε λούκια έντονης ψυχολογικής και σωματικής πίεσης. Ποδανή διατύπωση καταστάσεων πίπας-κώλου / πίπας-κώλου-εμπλοκής.

Βλ. επίσης: κάνω το παπί, Παπί, Λοκό και Τιγκανά.

Ασίστ: Τζίζας.

- ΜΕ ΠΑΝΕ ΠΑΠΙ ΛΩΚΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΩ.
(εδώ)

- Έτσι γαυράκο.... παπί-λοκώ εμπλοκή σε κάτι γάυρους σαν και εσένα... παπί-λωκό λέμε....
(εδώ)

Παπί-λωκό (από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που ακούστηκε στο τραγούδι των Ημίζ «Ο διαβολος κατέβηκε ξανά στον Χολαργό». Συντάσσεται με το ρήμα ρουφάω και δηλώνει την κλασική φράση παίρνω τον πούλο.

- Ρε συ, ζήτησα από τον γέρο μου 50 ευρά και αυτός οχι μόνο δεν μου έδωσε αλλα μου τα ζάλισε κιόλας περι σπατάλης.
- Εμμμμ... ευρά ήθελες; Ρούφα την τσαμπού τώρα.

Βλέπε και τσαπού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νηφάλιος στα ποδανά, ή κατά το αναγραμμαντείο.

Πηγή: Παυλέας.

Είστε φαλήνιοι, ή τρίπιτο πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδανά για το πέσιμο από μπάτσους (και όχι το πέσιμο σε γκόμενα).

Σημειωτέον, ότι ενώ το πέσιμο (κανονικά) μπορεί να αναφέρεται και σε ο,τιδήποτε περιγράφεται με το «μας την πέσανε» (π.χ. έκαναν τα ΜΑΤ ντου στην πορεία, μας όρμησαν οι μπράβοι στο μαγαζί, μας πιάσανε οι επιτηρητές εκεί που αντιγράφαμε κλπ), το σιμοπέ (ποδανά), ως πιο μάγκικο και του υποκόσμου, δηλώνει συγκεκριμένα τη χαλαρή προσέγγιση ή και βίαιη εφόρμηση των φίλων μας των μπάτσων κατά την τέλεση παράνομης πράξης, με σκοπό τη σύλληψη.

  1. - Πέτα το μαλάκα, πέτα τον γάρο στη θάλασσα ΤΩΡΑ, έρχονται λίτες για σιμοπέ!

  2. - Ε τον καημένο το Θανασάκη, εκεί που χαράκωνε με κλειδί κάτι αμάξια, του κάναν σιμοπέ οι μπάτσοι και τον τράβηξαν στο τμήμα κι έφαγε μια ξυλάδα που 'ταν όλη δική του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified