Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ του τουρλώνω και του λιγούρα. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) σημαίνει τον πρωκτό, ενώ τουρλολιγούρης είναι ο κολομπαράς.

Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως! (Μπουντουσουμού).

Βρίσκω πάντως στο Διαδίκτυο κι ένα παράδειγμα που δηλώνει μάλλον κατάσταση ή ψυχική διάθεση, χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι εννοείται, μάλλον κάτι ή σαν κατάσταση κώλος, ή σαν διάθεση πρεμούρας, όπως όταν σε πιάνει λιγούρα για τουρλοκώλη/α, ή αντιστρόφως μια κωλοκαψίδα, αλλά σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο.

Για την υπεραξία της εργασίας μου έχω επιλέξει εγώ το νταβατζή που μου τα παίρνει αλλά το κρατάμε μυστικό της δουλειάς λόγω επαγγελματισμού. Ενώ εσείς κατίνες μου που είσαστε amateur… Όλα στη λάκα,να βγάλετε η μια τα μάτια της άλλης!!! Τουρλολιγούρα!!! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λουμπινιά, λουμπινιάρης

Λουμπινιά αποκαλείται η υπούλη και άνανδρη πράξη.

Όπως μας πληροφορεί ο αδικοχαμένος από το σάη Αἴας τῶν Ἀθηνῶν, η λουμπινιά σχετίζεται με την λουμπίνα αλλά μεταφορικά, χωρίς σεχσουαλικά υπο-νοούμενα. Όπως η πουστιά, ένα πράμα:

- Το φόρουμ esoterica δεν με ενδιαφέρει σαν θεματολογία και αποχωρώ. Δεν θα ξανασυμετάσχω και άμα δείτε το νίκ βριλ ή κάποιον που παριστάνει ότι είμαι εγώ, να ξέρετε ότι είναι λουμπινιά (εδώ)

- Ο Βενιζέλος άδειασε τον Παπακωνσταντίνου. Τι είναι αυτά, ρε; Έκανε τη λουμπινιά με την πασίγνωστη αυτή κωλοϊστορία της λίστας Λαγκάρντ ο πρώην υπουργός οικονομικών και ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τον έβγαλε στη σέντρα. Οπότε καθαρίσαμε. Τι είναι αυτά, ρε; (εκεί)

- Μια ερώτηση θα ήθελα να κάνω και να με συγχωρείτε για την παρέμβαση, το νόμισμα που έχει στα χέρια του ο Αυστραλός είναι το ίδιο που θα αγόραζε ο Σωτήρης από από τον Βασίλη. Ας δεχτούμε ότι ο Αυστραλός έχει κάνει την λουμπινιά, αυτό (το νόμισμα δηλαδή που θα αγόραζε ο Σωτήρης) πως βρέθηκε στα χέρια του Αυστραλού? (παραπέρα)

Ωσεκτουτού, λουμπινιάρης αποκαλείται όστις πράττει λουμπινιές:

- Και, ξέρεις δα τώρα εσύ γραμματισμένε ελληνιστά, η κατάληξις "-άρης" έχει ταιριαστά συνυποδηλούμενα: βρομιάρης, ψωριάρης, αρρωστιάρης, κλανιάρης, σκατιάρης, αρκουδιάρης, λουμπινιάρης. Φαίνεται ότι για κάποια απ' αυτά διώκεται ο Κάσιδος, γιατί και το ύφος του δείχνει σαν να έχει μόλις εκτονώσει κάποια σωματική ανάγκη, ελπίζω όχι επάνω του (εκεί)

- Ο κλαρινογαμπρόςε ίναι ύπουλος και τσάτσος. Δε φταίει όμως αυτός για την κατάντια του, απλά τυχαίνει να είναι λίγο παραπάνω λιγούρης και λουμπινιάρης από το μέσο πολίτη. Η επιθυμία του να κόψει τη μαλακία και να αρχίσει το σεξ είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει να ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς του (εδώ)

- ΕΓΩ ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ που δυστυχώς έχει αποδείξει ότι είναι: 1) υποτελής 2) Λουμπινιάρης 3) Κρυψίνους 4) Φοβισμένος 5)Άνθρωπος των υπόγειων διαδρομών 6) Ποτέ μπροστάρης, υπεύθυνος, ικανός να προβάλει την ταυτότητα του στην κοινωνία. Άνθρωπος φερέφωνο του κάθε τυχάρπαστου και αχεράνθρωπος του κάθε κουμανταδόρου, απόδειξη αυτού ότι κρύβεται χρόνια τώρα πίσω από ένα κόμμα, πίσω από κάποιους ανθρώπους (παραπέρα)

Συνώνυμα: μπιν(εδ)ιά, μπινεδιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ψωλή» και «βροντώ», απαντάται και στην ευγενικότερη μορφή «ψιλοβροντώ». Σημαίνει μαλακίζομαι, κυρίως χρησιμοποιείται μεταφορικώς. Ακούγεται κυρίως στο νότιο Αιγαίο περισσότερο στα Δωδεκάνησα.

- Την τελείωσες την εργασία για το εργαστήριο ηλεκτρονικής Αναξίμανδρε;
- Τώρα όπου νά 'ναι θα την αρχίσω, αύριο δεν πρέπει να την παραδώσουμε; Έχω χρόνο.
- Καλά ρε παιδί μου, πέντε μέρες στο λέω κι εσύ ψωλοβροντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός κυριολεκτικά και μεταφορικά, η μαλακία δηλαδή. Είναι καλιαρντή λέξη αλλά έχει διαδοθεί πολύ, κυρίως ως αυτός που διαπράττει το ψωλοβρόντι, που αποκαλείται ψωλοβρόντης (σπεκ στον σύσσλανγκο που διείδε την καλιαρντή προέλευση της λέξης). Πρόκειται βέβαια για πολύ ποιητική λέξη, που δηλώνει έναν έντονο θορυβώδη αυνανισμό, όπου ο μαλάκας βροντάει την πούτσα του προκαλώντας μετεωρολογικά φαινόμενα λες και είναι ένας Δίας που δεν γαμιέται αλλά μαλακίζεται.

1. Όλα έδειχναν ότι ο Μάκης έδινε ένα αναπάντεχα ασυνήθιστο και καυλωτικό θέαμα στον απέναντι. Και ο απέναντι με την σειρά του παραμένοντας εκεί, στην σχισμή της κουρτίνας, ακίνητος, να κρυφοκοιτάζει, καύλωνε όλο και πιο πολύ τον Μάκη που το πρωινό του «ψωλοβρόντι» γινόταν θέαμα σ’ έναν άντρα. Έτσι ο Μάκης δεν ήθελε και πολύ ακόμη για να αδειάσει το ψωλόχυμά του απ’ τ’ αρχίδια του. Αρχίζει να χύνει πάνω του σαν τρελός με τα πόδια του τεντωμένα και ανοιχτά. Ο απέναντι τα είδε όλα! Και μεταφορικά και κυριολεκτικά! Αλλά και ο Μάκης έριχνε κλεφτές ματιές απέναντι. Μετά και τις τελευταίες χυσιές, ο Μάκης αφήνει την ψωλάρα του να αράξει στα χύσια της και ανάβει τσιγάρο κρατώντας το με το χέρι της μαλακίας, ενώ το άλλο το έβαλε πίσω απ’ το κεφάλι του για να χαλαρώσει. Τότε βλέπει να φεύγει ο απέναντι απ’ το σημείο και η κουρτίνα να επιστρέφει στη θέση της.

2.Εδώ: Και μια και το τελευταίο είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί και στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει πολιτειακό θέμα χωρίς ντροπές και σούξου μούξου, ο Τσίπρας, ο Αλαβάνος, ο Δημήτρης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος ή όποιος άλλος μπορεί να πληροφορήσει τον κόσμο τι πολίτευμα γουστάρει το κόμμα και τι μέθοδο σκοπεύει να ακολουθήσει για να το πετύχει; Αν ό,τι ακούγεται ανήκει στην κατηγορία «εορταστικό ψωλοβρόντι», καλή διασκέδαση και κρίμα για τους ανθρώπους που το πληρώνουν. Αν όμως όχι, υπάρχει το Σύνταγμα.

3.ΨΩΛΟΒΡΟΝΤΙ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ ΠΕΡΑ!!!!! (Από το ksipnistere).

4.Εδώ: Τις πταίει τελικά για την κατάσταση των νέων; Η χαλαρότητα των ΑΕΙ/ΤΕΙ που τελειώνεις όποτε θέλεις; Ο επαρχιωτισμός των γονιών; Η έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού; Οι καραγκιόζηδες που μπαίνουν επαρχία για να γαμήσουν και οι βλαχούλες που μπαίνουν Αθήνα για να γαμηθούν; Το ψωλοβρόντι που ονομάζεται κατ' ευφημισμόν «φοιτητική ζωή»; Τα τραπεζάκια της ΔΑΠ και η ΕΑΑΚ; Λίγο απ' όλα;

Μυδασίστ: Cunning Linguist. (από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ρωσική σαλάτα, εκ του φλόκια και μάλλον του ονόματος της τσαρικής οικογένειας των Рома́нов. Δηλώνει κατ' επέκταση κάθε κατάσταση που είναι υπερβολικά μπερδεμένη σαν ρωσική σαλάτα, που τα συστατικά της είναι ανακατεμένα, ή πιο κυριολεκτικά το μπάχαλο που προκύπτει από τα ματσαφλόκια.

ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ.
ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ.
ΠΙΑΣΑΜΕ ΠΑΡΛΑ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ,ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕ ΣΤΟ ΡΟΣΟΛΙΜΑΝΤΕ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ . ΤΙ ΣΕΡΜΕΛΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ! ΕΙΔΑ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ. ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΕΣ Ο ΣΟΛΝΤΑ. ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΛΛΑ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ; ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΠΗΡΑ ΧΟΡΧΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΚΙΑ ΡΟΜΑΝΟΦ. (Αποκατέ).

(από σφυρίζων, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας πιο εμφατικός τύπος του κουλό ή κουλά, το οποίο προέρχεται από τα καλιαρντά, και όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο ετυμολογείται από τη ρομανί, όπου khul είναι το σκατό. Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει για την έκφραση «κουλά ντε Παρί» ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκατά των Παρισίων, οπότε είναι κατ' αυτόν ένας «νεότερος, παραπλανητικός και πιο διακοσμημένος τύπος του κουλά». Σημαίνει γενικά και αυτό που λέμε σκατά, μούτι, δηλαδή μια κατάσταση σκατά κι απόσκατα, αλλά και αυτό που λέμε «τρίχες», δηλαδή κάτι το ευτελές και ανυπόστατο ή άκυρο στο οποίο δεν αξίζει να δίνει κανείς σημασία.

Η έκφραση φαίνεται πάντως να έχει βγει από το στενό καλιαρντό πλαίσιο, όπως γενικά το κουλά, το οποίο άλλωστε παρετυμολογείται συχνά από το κουλός, σε σημείο να το βρίσκουμε σήμερα και σε παιδικό τραγουδάκι, το Λιοντάρι των Mazoo & the Zoo. (Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα;)

  1. φωνάζει το Φαγάνα στο σχολείο
    του λέει πως ο γιός του δεν ανοίγει βιβλίο
    τα τετράδιά του μες τη μουντζούρα
    όλη η τάξη τον φωνάζει κουμπούρα
    δεν ξέρει πόσο κάνουν τρία και τρία
    και ότι ο Αχιλλέας πήγε στην Τροία
    για αραλίκι όλο ψάχνει αφορμή
    και το μυαλό του όλο το' χει στην εκδρομή
    στη μονοήμερη στην πενταήμερη
    και στα μαθήματα κουλά ντε Παρί
    (Παιδικό καλιαρντοτράγουδο).

2. και άλλα τέτοια κουλά ντε λα Παρί βασανίζουν το μυαλό σου. Σκέψεις χωρίς υπόσταση.

3. τιποτα κλωτσιες μπουνιες κλπ...με μεγαλη μου χαρα,το παραμυθι λαμογια τελειωσε! κατι κουλα ντε παρι του τυπου...βλεπουμε φως στην ακρη του τουννελ, οτι το 2012 ξαναμπαινουμε στις αγορες που ελεγε η αλλη η μουνιτσα και η αναπτυξη που ηρθε και ολα τα ανηθικα ψεμματα που ξεστομιζουν ολα αυτα τα καθικια-προδοτες-οσφυοκαμπτες,δεν περνανε πια !

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Με συνεπήρε (ερωτικά) μια εικόνα...

Δηλωτικότατο παράδειγμα:
Είδε μπουτάκι το πουρό κ γυαλισαν τα μπατζακλίκια του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τρώω στα καλιαρντά και προέρχεται από το hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί (βλ. μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά).

Αβέλω χαρχάλω Βουέλω να χάλω
Κακνά της κακνής δικελτά Αβέλω μπαλόμπα Και νάκα η μπόμπα
Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Βλ. άζμα στο μήδι)

Μετάφραση: Με έπιασε πείνα, και θέλω να φάω, αβγά μάτια τηγανιτά. Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι.

Στο 1.30 (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το ποδαρικό, είναι η πρώτη ψωλή που εγκαινιάζει ένα καινούργιο έτος.

apapa de pira kanena teknaki protoxroniatika, lete na moy pai asxima o xronos; prepi na kano oposdipote psolariko (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published