Θα πει, 'μου την δίνει' ξαφνικά κι αλλάζω στάση (συχνά έρχομαι σε μεγαλύτερη ή μικρότερη ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση).
Αυτή η ξαφνική αλλαγή στάσης, μπορεί να συμβαίνει αυθαίρετα (σ.ς.: αντιγιαλομιά), ή μετά από βουνά αδικιών, καταπίεσης κλπ, διότι, ως γνωστόν, στην διαλεκτική η ποσοτική συσσώρευση φέρνει την ποιοτική αλλαγή.
Συνώνυμο (που όμως περικλείει πολλά νεύρα και θυμό): "τα παίρνω στο κρανίο/ γκράνουλο".

  1. Τη βαρεσε στον ενα γιο να τους γραψει ολους στα παπαρια του και να το σκασει. Πηρε πουλο ομως και επεστρεψε με την ουρα στα σκελια...ΕΔΩ
    Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που ξαφνικά κάποια άσχετα blogs τους τη βάρεσε να τον παρουσιάσουν ως μισογύνηεδώ
  2. Ωραία όλα αυτά, αλλά έχουν υπολογίσει χωρίς τους Βέλγους που τους τη βάρεσε να γίνουν ανεξάρτητοι και λένε στον Γουλιέλμο πάρε τα κουβαδάκια σου κι άμε να παίξεις αλλού, τη Βρυξέλλα μας δεν θα την πειράξεις! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον μετά από διεργασίες που περιλαμβάνουν υποχωρήσεις και άλλα μυστήρια. Συχνά έχει προηγηθεί κρίση, καβγάς ή ρήξη, οπότε, χάσαμε αυτά που μας ένωναν και τώρα τα βρίσκουμε πάλι.

Αντώνυμο: τα σπάω

  1. - Γιατι ειναι σπασμένα τα πιάτα?
    - Μαλωσαμε
    - Και ο καναπές?
    - Τα βρήκαμε (εδώ)

  2. 30χρονη σε φίλη της: Τώρα ζω τον τέλειο γάμο φιλενάδα, από τότε που τα βρήκα με τον Γιώργο (γκόμενος), δεν με νοιάζουν οι μαλακίες του αντρα μου (εδώ)

  3. -τι ζώδιο εισαι?
    - δίδυμοι
    - και τα βρίσκεις με τον εαυτό σου?
    - με ποιον απ τους δυο? (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.

Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.

Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».

Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.

Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.

Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.

Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.

Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.

Αναλυτικά:

Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.

Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.

Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.

Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.

κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.

μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.

Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.

Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:

Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..

Το θετικώς διακείμενο:

Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.


* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.

** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.

πεζοναύτες εν κορδώσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμάτος σε κάτι, το παίζω επιδέξια στα δάχτυλα μου, έχω το μότζο μου τούμπανο, όλοι οι άλλοι τρώνε τη σκόνη μου.

1.
- Το 'χει ακόμα ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά άσπρισαν, πλέον δεν φοράει φόρμα αλλά κοστούμι. Παρόλα αυτά ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν ξέχασε το μπάσκετ που ήξερε.

2.
- Δεν το χει με την τεχνολογία ο Βενιζέλος. Ένα καθημερινό... μποτιλιάρισμα βιώνουν στη ροή τους στο Twitter όσοι ακολουθούν τον λογαριασμό του Ευάγγελου Βενιζέλου και αυτόν του ΠΑΣΟΚ.

3.
H Ελένη Φουρέιρα «το ‘χει» με το twerking

4.
Το παιδί σας δεν «το χει» με το διάβασμα;; - Αυτά είναι τα μυστικά να το κάνετε να διαβάζει για το σχολείο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζω κάποιον, του χαλάω το κέφι.

Και πάντα χαμογελάει από πάνω και παίρνει και το μέρος του μπόση έτσι χωρίς λόγο απλά και μόνο για να μου τη σπάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μαζεύω προέρχεται από το αρχαίο ὁμαδεύω, δηλαδή συγκεντρώνω. Βάζοντας την λέξη «τις» μπροστά, εννοούμε πως μαζεύουμε φάπες, κλωτσιές, μπουνιές, μάπες κ.ο.κ. - που είναι όλα θηλυκού γένους, όπως λ.χ. η κλωτσοπατινάδα. Ωστόσο η φράση «τις μαζεύω» συνδυάζεται και με λέξεις που ανήκουν σε άλλο γένος (πχ «κουτουλίδι» βλ. παράδειγμα).

- Ο νεοναζί τις μάζεψε τελικά.
- Σοβαρά; Τι έγινε δηλαδή;
- Την ώρα που τραμπούκιζε έναν πακιστανό στα φανάρια, βγήκε ένας οδηγός και τον άρχισε στα κουτουλίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλαξε η τύχη μου, μόνιμα ή περιστασιακά. Κοινώς, ήμουνα τυχερός/κωλόφαρδος σε κάτι που συνέβη.

- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;
- Ρε φίλε με πήρανε τηλέφωνο από την εφημερίδα. Δεν το πιστεύω, κέρδισα το scooter που δίνανε δώρο στις γιορτές!
- Άντε, σου 'φεξε πάλι μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω πολύ καλά, καραγουστάρω.

Έκφραση γνωστού αγνώστου τουλάχιστον της δεκαετίας Ογδόντα, που σήμερα εκλείπει –αν και ακούγεται πότε-πότε ελλειπτικά ως (περνάω) ψώνιο.

  1. Μπουρνάζι, Τέσσερις Εποχές, ταβέρνα με πρόγραμμα, την κάναμε ψώνιο μια Πέμπτη, τα σπάσαμε, φτηνά και απίθανα, κι ένας τραγουδιστής ονόματι Αντώνης Καλατζής, ταπεινός και γλύκας, όλα τα λεφτά... μα όλα... (απο Άθενς Βόις)

  2. Δεν θα ξεχάσω την πρωτοχρονιά του 1977 που μαζεμένοι στο ρεβεγιόν που έκανα σπίτι, όλοι οι φίλοι γούσταραν απεριόριστα και μάλιστα ο καλός φίλος Nίκος έφερε και το «The Time is Now» του 1974 και την κάναμε ψώνιο. Εποχές τότε... (απο κριτική στο Μίκ)

  3. Δέν είχαμε κάνει οτοστόπ, ο οδηγός ηταν γνωστός της Μιμής και μας άφησε στην Άσσο, στη μέση ενός γιαπωνέζικου τοπίου με ανθισμένες αμυγδαλιές. Απέναντι, ο όρμος έκλεινε μ' ένα άψογο τριγωνικό λοφάκι, φυτεμένο στη μέση της θάλασσας. [...] Ήπιαμε καφέ δίπλα σ' ένα κανόνι που δυστυχώς δέν έριχνε [...]. Έγινε κι' ένα τσιγάρο, στα γρήγορα. Το μεσημέρι έπαιρνε την κάτω βόλτα, σκέφτηκα οτι η Μιμή με είχε καμακώσει κανονικά κι' αυτό δέν μου άρεσε πολύ, την έκανα ψώνιο όμως με την Άσσο, με το απόγευμα που έμπαινε ορμητικό και κεφάτο. [...] Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στο πέλαγος. Το δέρμα της Μιμής είχε την ποιότητα του μεταξιού, ήταν αλήθεια όλα αυτά που συνέβαιναν σε μερικά βιβλία. [...] Έβγαινε μια αίσθηση χαμένης οικειότητας, αυτό ηταν το κόλπο οταν άγγιζες τη Μιμή. «Την έκανα ψώνιο». «Κι' εγώ, αλλα αργήσαμε». (Χ. Βακαλόπουλος, «Οι πτυχιούχοι», 1984)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.

Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.

- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.

Κουλουράκια (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified