Πρόκειται για μια καλοβυρνιά που ορίζεται σαν το νοητό φρένο το οποίο πατά αντανακλαστικά ο συνοδηγός κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με το πόδι του, αν και δεν υπάρχει εκεί που πατάει κανένα πετάλ.

Το φρένο του συνοδηγού το μεταχειριζόμαστε όταν ο οδηγός πάει σανίδα ή κωλοπαντιέρα, όταν μπαίνει με τις μπάντες στις στροφές ή κάνει κωλίδια και άλλα τέτοια καγκουριλίκια. Μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι θα φρενάρει το αυτοκίνητο και ότι θα αποκτήσουμε τον έλεγχο του.

Προσοχή, να μη συνδέεται το εν λόγω «φρένο του συνοδηγού» με αυτό που χρησιμοποιούν οι δάσκαλοι των σχολών οδήγησης, και το οποίο είναι υπαρκτό.

Χθες που ανέβηκα πάνω στον Χολομώντα με την Λάουρα, παρατήρησα ότι πατούσε συνέχεια το φρένο του συνοδηγού σε όλη τη διαδρομή. Μπορεί να την τρόμαξα λίγο, αλλά να μη χαρώ όμως κι εγώ τα στροφιλίκια μου;

Το Death Ρroof του Q. Tarantino. Εδώ και αν χρησιμοποιήθηκε το φρένο του συνοδηγού! (από allivegp, 22/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Μην δυσφυταπιστείς, αληθινό είναι το τριαντάφυλλο. Ορίστε βλέπεις το κοτσάνι πώς σπάει;
- Ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απώλεια του ενδιαφέροντός σου για ένα παιχνίδι ταβλιού όταν σου καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι χάνεις.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

Επέμενε ο σπασαρχίδης να συνεχίσουμε το παιχνίδι, παρόλο που μου είχε πιάσει την παραμάνα. Ταβλαρέθηκα την ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές, ή υπερβολικά λίγες πατάτες, όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Με είχε πιάσει γεωμηλοφοβία, αλλά τελικά οι πατάτες ήταν όσες έπρεπε για τους καλεσμένους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απρόσμενη χαρά όταν κάποιος σου σερβίρει το αγαπημένο σου κομμάτι από το κοτόπουλο. Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απρόσμενη χαρά γενικότερα, τη στιγμή που η μοίρα κοιτάει κάτω και αποφασίζει να σου φερθεί καλά.

- Βρήκα ένα ξεχασμένο 20ευρω στην τσέπη μου το πρωί.
- Κοτοχαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαντικό τμήμα της εκκλησίας, το οποίο ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το τι κάνει ο κόσμος με το πουλί του (και με τα πουλιά των άλλων) και με την υπό όρους παροχή βοήθειας και τη μανιακή πεποίθηση ότι μόνο οι βοθρόδοξοι κατέχουν τα κλειδιά για την πόρτα ασφαλείας του παραδείσου, αφού ο Θεός τούς έχει δώσει αποκλειστικό πληρεξούσιο. Κατά κύριο λόγο απειλούν τους μη πιστούς, δηλαδή τους μη αρκούντως διαπιστευμένους φανατικούς βοθροδόξους, ότι θα πάνε στην κόλαση, ενίοτε δε δίνοντάς τους και μια γεύση του Σατανά με τη δική τους συμπεριφορά. Δυστυχώς, αγνοούν ότι η απειλή της κόλασης είναι άνευ νοήματος για όσους έχουν ζήσει μποτιλιάρισμα στη Σόλωνος όταν κλείνει το Σύνταγμα.

Δεν χρειάζεται παράδειγμα καθότι ήτο σαφές, νομίζω.

Lost Bodies - Παιδικός οδηγός εξομολογήσεως, η βοθροδοξία σε όλο της το μεγαλείο... (από Cunning Linguist, 20/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.

Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγχος που σε κυριεύει την ώρα που τρως πραγματικά εξαίσια φαγητά μήπως χορτάσεις προτού προλάβεις να τα δοκιμάσεις όλα.

-Μην χορταγχώνεσαι βρε Νεκτάριε, θα ξανάρθουμε!

H λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμε για να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια.

Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, Λύο Καλοβυρνάς www.lyo.gr

παρόμοιο απαραίτητο αξεσουάρ: μανταλακιστήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.

Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρωμυλί.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified