Further tags

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεφαρίκι πράμα, τούμπανο, τζιτζί, γενικά πολύ καλής ποιότητας και αξίας. Προέρχεται απο το «made in england», παραφρασμένο στα ελληνικά.

Άσε μαλάκα, είδες τζάμικο που φόραγε ο Τάκης; Μέγκλα!!!

για μέγκλα γεύση (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που είναι έτοιμο, ή τελείωσε, ή πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Η λέξη προέρχεται από το γνωστό απορρυπαντικό.

-Την τέλειωσες την έκθεση παιδί μου;
-Μάλιστα κύριε καθηγητά. Είναι τζετ!

Ένα τζετ όχι και τόσο τζετ (από protnet, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.

- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Περιγραφικός όρος που μπορεί να χαρακτηρίσει τρία πράγματα.

1ον. Γυναίκα κοντή και άσχημη με έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά.

2ον. Μανιώδης καπνιστής (πάσης φύσεως ουσιών). Μετατρέπει το περιβάλλον γύρω του σε τοπίο που η φωτιά μοιάζει να έσβησε πριν λίγα λεπτά.

3ον. Τύπος μικρομεσαίου αυτοκινήτου «πενταετίας και βάλε», του οποίου ο κάτοχος φιλοδοξεί και ευελπιστεί να γίνει κάγκουρας. Δεν έχει υποστεί μετατροπές στον κινητήρα αλλά εξωτερικώς θυμίζει το υπέρ-φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο που στολίζουν τα Jumbo στις γιορτές (το αστέρι δεν είναι απαραίτητο αλλά ενίοτε υπάρχει και αυτό). Χαρακτηριστικότερο όλων, η αλλαγμένη εξάτμιση («μπουρί») η οποία έχει το μέγεθος μικρού παιδιού. Εξαιτίας αυτού, το εν λόγω αυτοκίνητο βρυχάται αδιάκοπα, δίνοντας σου την αίσθηση ότι υποφέρει με αποτέλεσμα να το λυπάσαι. Επειδή λοιπόν «μπουρί» έχουν οι σόμπες, το συγκεκριμένο όχημα κερδίζει επάξια το χαρακτηρισμό «σόμπα».

1ον - Ρε φίλε, ούτε κοντά της δεν μπόρεσα να πλησιάσω. Σόμπα σου λέω.

2ον - Ρε Μήτσο, έλεος, τόσο νέφος ούτε στη Σταδίου. Σόμπα κατάντησες.

3ον - Έλα μεγάλεεε, για τράβα τη σόμπα να παρκάρουμεεε…

Λέγονταν σόμπα κ το Κρατικό θέατρο Β. Ελλάδος στα ογδόνταζ (αν ενθυμούμαι καλά) (από gaidouragathos, 04/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος που χρησιμοποείται όταν είμαστε οργισμένοι. Σα να λέμε μαλάκας, κττ.

Όμως λέγεται και όταν είμαστε σε καλή διάθεση, όπως στην περίπτωση που η λέξη αντικαταστάθηκε από το περίφημο «τιμημένο» και έτσι μπόρεσαν όλοι να πουν τη λέξη άφοβα... (βλ. παράδειγμα 3)

  1. - Είδες;
    - Ναι, τον γαμημένο, τά 'χω πάρει άσχημα τώρα.

  2. Το γαμημένο, δεν ανοίγει με τίποτα.

  3. (εν χορώ) Σήκωσέ το, το τιμημένο!

Παθητική μετοχή του γαμιέμαι. Δες και ναι το γαμημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.

Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».

Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!

Αφρικανέ Αφρικανέ, μου φαίνεσαι πολύ ξενέ! (από Khan, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως.

Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!

Got a better definition? Add it!

Published

Οτιδήποτε το γαμάτο, υπέροχο, που γαμεί μανούλες και τέτοια. Επίσης χρησιμοποιείται και για τις σέξι και όμορφες γυναίκες.

  1. - Πω μαλάκα, δες μηχανή. Kawasaki Zephyr μονταρισμένο στα 1300cc.
    - Μιλάμε για το απόλυτο τούμπανο.

  2. - Πω πω, τι τούμπανο είσαι εσύ μωρό μου!
    - Άει στο διάολο, βλαμμένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified