Further tags

Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).

Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).

Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).

- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του όρου σιλικονάτο.

- Μαλάκα τι βυζί είναι αυτό! Τρελάθηκα!
- Σιγά ρε μαλάκα, κονάτο είναι, δεν την θυμάσαι πώς ήταν πριν με κάτι μπανανόβυζα μέχρι το πάτωμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλοιφές, λοσιόν, κρέμες, σπρέι, ματζούνια και ο,τιδήποτε άλλο απλώνουμε στο δέρμα μας - ειδικά αν είναι λιπαρό ή γλοιώδες και έχει έντονη μυρωδιά.

Ειδικότερα, ο όρος έχει τέλεια εφαρμογή στα κάτωθι:

  1. καλλυντικές κρέμες και μέικ απ
  2. αντιηλιακά και λοσιόν μαυρίσματος
  3. εντομοαπωθητικά π.χ. Autan

- Καλά ρε μανούλα μου, είναι δυνατόν να ξέχασες πάλι τα πασαλειψατέρ; Ντάλα μεσημέρι ... θα καψοκαούμε... αφού είπες ότι τα είχες βάλει στην τσάντα με τις πετσέτες ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ογκώδες αντικείμενο, συνήθως έπιπλο, που μας πλακώνει την ψυχή (από δω και η ετυμολογία), κάνει το δωμάτιο να φαίνεται πιο μικρό, μας δημιουργεί σφίξιμο και μας καταπιέζει.

Λέγεται και για ανθρώπους, ειδικά μεγαλόσωμους, όταν εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Λέγεται επίσης και για ανθρώπους μίζερους οι οποίοι, ίσως και χωρίς να κάνουν τίποτε, με την παρουσία τους και μόνο χαλάνε το κέφι σε μια παρέα και προκαλούν γενικό άγχος.

  1. - Δε με νοιάζει αν είναι καρυδένια η τρίφυλλη η ντουλάπα της θείας σου της Μαριάνθης ... δε με νοιάζει αν είναι κειμήλιο και αντίκα ... εγώ αυτόν τον πλάχτουρα στην κρεβατοκάμαρά μου δεν τον βάζω ... να μου κόβει όλο το φως ... και να πάει να με πάρει ο ύπνος και να τη βλέπω και να με πιάνει εφιάλτης ότι θα βγει από μέσα η θεία σου η Μαριάνθη ...

  2. - Φύγε απ' την κουζίνα, Αναστάση ... μην στέκεσαι έτσι από πάνω μου σαν πλάχτουρας ... κόβω τη σαλάτα και σερβίρω ... μη με αγχώνεις ...

  3. - Τι μας τον έφερες απόψε αυτόν τον Πελοπίδα, ρε κούκλα μου ... τι πλάχτουρας ειν' αυτός ... θρονιάστηκε στην πολυθρόνα μου, μια κουβέντα δεν είπε και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι μέχρι τι ώρα θά 'χει λεωφορείο το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο με γαλλίζουσα κατάληξη. Χαρακτηρίζει πράγματα που θα ταίριαζαν με το γούστο/περιβάλλον ενός οίκου ανοχής.

  1. - Σου αρέσουν τα μαλλιά μου αγάπη μου;
    - Τι να σου πω βρε Δεσποινάκι, πολύ μπουρδελέ τά 'κανες...
    - Επίτηδες!

  2. - Είδες μπουρδελέ κόκκινο φως που έβαλα στο σαλόνι;
    - Είχες δεν είχες, έκανες ένα σπίτι μπουρδέλο!
    - Ε αφού έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι κρέμεται. Πιο συγκεκριμένα, ό,τι κρέμεται από πάνω μας και κουνιέται. Στην πράξη, κρεμαντζόλια είναι ένας περιληπτικός όρος για σκουλαρίκια, κολιέ, χαϊμαλιά, μπλιν-μπλινγκ καδένες και όποιο άλλο κόσμημα μήκους τέτοιου που να κουνιέται αβίαστα πέρα δώθε σε κάθε μετρίως απότομη κίνηση.

Κλασικά, τη λέξη χρησιμοποιούν οι θειόκες για να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές υπερβολές της φιλενάδας του ανεψιού τους. Άγνωστο πώς το κάνουν, αλλά αυτή η μία λέξη όπως εκφέρεται από τις θειόκες μπορεί από μόνη της να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ότι η λεγάμενη όχι μόνο πάσχει από γουστέλλειψη αλλά, βασικά, είναι και ξετσίπωτη - χαλαρά χαϊμαλιά, χαλαρά ήθη.

Τα κρεμαντζόλια μπορεί να αναφέρονται και στο συγκρότημα ψωλή-αρχίδια, για ευνόητους λόγους. Δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό έχουν όμως μόνον η μάνα, οι θειές και οι μεγάλες αδελφές -δηλαδή, γυναίκες που έχουν ξεσκατώσει τον τύπο στα εργαλεία του οποίου αναφέρονται όταν ήταν πιτσιρικάς. Η χρήση της λέξης κρεμαντζόλια από γκόμενα είναι απολύτως αντικουκουρούκου και οδηγεί αυτομάτως στην επίδειξη κόκκινης κάρτας.

  1. - Κούκλα η Μαρίτσα, κούκλα ... - Ναι καλέ, έβαλε τα κρεμαντζόλια κι ήρθε ... λατέρνα σκέτη πια ... και σάματις πού θα πηγαίναμε ... για κάνα κοψίδι στη Χασιά και πίσω ...
    - Εμ, Θεανώ μου, να τιμήσει το σόι η κοπέλα ... μη την παρεξηγείς ...

  2. - Αποστόλη, πήγαινε αμέσως να βγάλεις αυτό το σορτάκι ... σαν αλεξίπτωτο είναι ... θά 'ρθει η θεία η Θεανώ για καφέ με τη μαμά και θα σε δει με τα κρεμαντζόλια απ' όξω ...
    - Χαλάρωσε ρε αδερφή ... γιατί, κλεμμένα τά 'χουμε;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί το στρινγκ και το τάνγκα να έχουν τόση σχέση όση ο Στίνγκ με τον Τράγκα, αλλά αμφότερα έχουν ακόμη μικρότερη με το περιοδόβρακο.
Βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι διαγράφεται βασανιστικά πάνω στα κολλητά παντελόνια και μέσα απ' τ' αέρινα φορέματα. Καλύπτει ό,τι θεωρείται από ιατρικής τε και εμπειρικής απόψεως κώλος φτάνοντας στις παρυφές του μπουτιού, και σκεπάζει τα κωλομάγουλα χωρίς να αφήνει αμφιβολίες.
Πλέον απαντάται συστηματικά μόνο σε μη μεσογειακούς λαούς (κεντρική ευρώπη κατά κύριο λόγο, ούναμουχαθείτε άκωλες) και στους μεσογειακούς εξαιρετικά σπάνια, και πάλι με αίσθημα ενοχής από την περιοδοβρακοφορούσα.
Εκτός και είναι φέτα, μπαζόλα και τα λοιπά συναφή επαγγέλματα από τη μία, ή του κατηχητικού από την άλλη. Αν είναι και τα δύο, μάλλον δεν έχει απασχολήσει ποτέ κανέναν τι εσώρουχο φοράει.

Μαλάκα, καλό κωλαράκι αυτή η Γερμανίδα. Πώς κι έτσι!
— Ναι ρε συ, αλλά αυτό το περιοδόβρακο είναι παπαροκτόνο σκέτο να πούμε...

(από ironick, 28/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι έτοιμοι, εφεδρικοί και κατεστημένοι συνδυασμοί ρούχων της γυναικείας γκαρνταρόμπας.

Οι «στολές», σωτήρια κατάληξη του γυναικείου ενδυματολογικού αδιέξοδου, υπάρχουν πάντα κρυμμένες, όχι μέσα στο ντουλάπι, αλλά στο μη αυτοκαταστροφικό τμήμα του ασυνειδήτου της γυναικείας ψυχής (υπάρχει και τέτοιο. Ένδον σκάπτε, που έλεγε και ο Μάρκος Αυρήλιος). Καταπολεμούν δραστικά το φαινόμενο κατά το οποίο η γυναίκα κάθεται αγχωμένη και εκνευρισμένη τα μάλα μπροστά στη ντουλάπα (την οποία αδειάζει πάνω στο κρεβάτι, το ένα ρούχο μετά το άλλο, οργισμένη ή/και κλαίγοντας και μισώντας όλον τον κόσμο και κυρίως τους άντρες και τις φίλες της) μην ξέροντας τι να φορέσει, το ένα την παχαίνει, το άλλο την χλωμαίνει, το τρίτο δείχνει το βυζί μικρό, το τέταρτο τετραγωνοποιεί τον κώλο, το πέμπτο θέλει σιδέρωμα, από το έκτο έχει χαθεί το κουμπί, το άλλο φεγγίζει, άλλο ένα παραείναι προκλητικό και κάνει το βυζί αγελαδινό, τα υπόλοιπα όλα δεν της κάνουν πια γιατί πάχυνε).

Οι «στολές» ποικίλλουν ανάλογα με το πού και γιατί θα φορεθούν: στη δουλειά, για την περίοδο, για το σούπερμάρκετ, στις κηδείες, στις εξόδους με φίλες, κλπ.

  1. - Α, τι ωραία που είσαι ντυμένη σήμερα; Δεν τα έχω ξαναδεί αυτά τα ρούχα, καινούργια;
    - Τι καινούργια ρε Βίκη, θα με τρελλάνεις; Στολή είναι, δεν την έχεις ξαναδεί;

  2. - Και τι θα φορέσεις;
    - Ε, στολή, κλασικά, δεν είμαι σε φάση να ψάχνομαι όλο το βράδυ μπροστά στον καθρέφτη!

βλ. και βαφτιστικό, ορισμός doodoon

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει την κορυφογραμμή του κώλου, κατά το ντεκολτέ.

Βλ. και κερματοδέκτης.

- Ήρθε η άνοιξη και τα πιπίνια βάλαν τα ξεκωλτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified