Τσακμακόπετρα / σκληρή πέτρα / (μτφ.) άνθρωπος με περιορισμένη αντίληψη.
Στουρναρόβλαχος. Στούρνος.
Στουρναρόβλαχε, η ζωή δεν είναι μεγάλη, μη την κανεις καρναβάλι.
Τσακμακόπετρα / σκληρή πέτρα / (μτφ.) άνθρωπος με περιορισμένη αντίληψη.
Στουρναρόβλαχος. Στούρνος.
Στουρναρόβλαχε, η ζωή δεν είναι μεγάλη, μη την κανεις καρναβάλι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!
πλεονάζει
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κουτσομπόλα ονομάζεται ένα έπιπλο με ενσωματωμένο κάθισμα, στο οποίο τοποθετούσαν παλιά τη συσκευή του τηλεφώνου και κάθονταν οι κυρίες με τις ώρες και κουτσομπόλευαν, αφού η χρέωση ήταν ανά κλήση και όχι ανάλογα το χρόνο συνδιάλεξης. Είναι είδος προς εξαφάνιση πλέον για ευνόητους λόγους
Πάλι στο τηλέφωνο είσαι Μαριγώ; Θα την πετάξω την κουτσομπόλα και θα κάθεσαι στο πάτωμα!!!
Got a better definition? Add it!
Πάπια ονομάζεται και το μέρος ενός όπλου που βρίσκεται μπροστά από την σκανδάλη. Ο πραγματικός ορισμός είναι «χειροφυλακτήρας».
Η πάπια της καραμπίνας μου είναι από ξύλο καρυδιάς.
Got a better definition? Add it!
Από το σπανός και το κουκούλα. Τί άλλο από το προφυλακτικό.
- Πόσο πάει;
- 30 και η σπανοκουκούλα δική μου, δώρο.
Got a better definition? Add it!
Καμία σχέση με τον ήρωα. Μεγάλο σε μέγεθος γαλλικό κλειδί που έχουν οι αρματιστές για να ρεγουλάρουν τον ρυθμιστικό τροχό της ερπύστριας.
Το βάρος του είναι ανάμεσα στα 14-17 κιλά.
-Νέεεεεεεεεεεος τσακίσου εδώ.
-Μάλιστα (τρεμάμενη φωνή).
-Πάρε επ' ώμου τον ηρακλή και στροφάρισε ποντικαρά.
Got a better definition? Add it!
Τζιεμπικός (GMP-ικός): Από το GMP (Good Manufacturing Practice).
Έτσι χαρακτηρίζεται οτιδήποτε καλύπτει με ασφάλεια τα συγκεκριμένα κριτήρια που έχουμε δώσει.
Με λίγα λόγια είναι GMP compliant.
- Είδες την νέα αναλύτρια;
- Tζιεμπικό μωρό μεγάλε μου.
- Απόψε παίζει παρτάκι στου Αποστόλη του engineer, θα έρθεις;
- Πάντα κάνει τζιεμπικές καταστάσεις ο Τόλης. Μέσα είμαι.
Got a better definition? Add it!
Κουλός είναι και ένα εξάρτημα που τοποθετείται στο τιμόνι, συνήθως φορτηγού ή λεωφορείου, και μπορεί ο οδηγός να στρίψει γρήγορα και με το ένα χέρι.
Eυτυχώς έβαλα κουλό στο φορτηγό και δεν ταλαιπωρούμαι...
Got a better definition? Add it!
Τσιμπουκόφωνο ονομάζεται ο σιγαστήρας στις εξατμίσεις των μοτοσικλετών. Ονομάζεται έτσι διότι, όταν υπάρχει, μειώνει τον ήχο που παράγει η μοτοσικλέτα, όπως όταν ένας άνθρωπος έχει μια πίπα στο στόμα (ή όπως μια γυναίκα έχει το αντρικό όργανο στο στόμα κατά τη διάρκεια του σεξ!!!).
Τι έγινε ρε; Τι σαματάς είναι αυτός; Έβγαλες το τσιμπουκόφωνο μήπως και πάρει κανά άλογο το ψοφίμι σου;
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλούταν παλιότερα το μπλοκ σημειώσεων που έγραφαν οι μαγαζάτορες τους οφειλέτες.
Με την κρίση βγήκε πάλι στα μαγαζιά το τεφτέρι.
Got a better definition? Add it!