Further tags

Υποκοριστικό της λέξης μπύρα.

- Πιάσε δυο μπυρόνια να γουστάρουμε...

Το θέμα είναι να μοιράζεσαι... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης παλτό, συνήθως με διάθεση υπερθετική και όχι υποτιμητική...

Για δες παλτουδιά που κονόμησα από τον ξάδερφό μου... Εκείνος πάχυνε και δεν του κάνει πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απίθανος, ο φοβερός, ο ασυναγώνιστος. Χρησιμοποιείται ως θετικός χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων, ενίοτε όμως χρησιμοποιείται και ειρωνικά.

  1. - Πολύ δεινό το παιχνιδάκι που μου έγραψες... Έχω κολλήσει κανονικά μιλάμε...

  2. - Χάχαχα!! Πρόσεξες τι φοράει η Κάτια σήμερα; - Δεινή εμφάνιση, έτσι; Τρελό γούστο στα ρούχα...

Got a better definition? Add it!

Published

Το δεκαχίλιαρο, το χαρτονόμισμα των 10.000 δραχμών, επειδή απεικόνιζε τον διάσημο έλληνα γιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (που ανακάλυψε το ομώνυμο Τεστ).

Παραλλαγές της έκφρασης: Παπανικολήδες, Τεστ Παπανικολάου

- Δώσε μου ρε δυο τεστ Παπανικολάου να κεράσω και στα δίνω αύριο...

- Τρεις Παπανικολήδες μόνο; Αποκλείεται να κάνει τόσο...

(από filologas, 20/03/08)(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ, (πεντοχίλαρο) λόγω της απεικόνισης του ήρωα του 1821.

Στον πληθυντικό αντί για "κολοκοτρώνηδες" συνηθιζόταν η φράση "κολοκοτρωναίους"

Συνώνυμο: πετσετάκι

- Με πέντε κολοκοτρωναίους θα γίνει δικό σου το εξάρτημα!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που εννοούσε το χαρτονόμισμα των 5.000 δραχμών (κοινώς πεντοχίλιαρο).

Έμεινε στην ιστορία από τους στίχους του τραγουδιού:

«Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια...»

Συνώνυμο: Κολοκοτρώνης

Τσάκωσε τρία πετσετάκια τώρα και τα υπόλοιπα αύριο...

(από filologas, 20/03/08)(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιό καλό χιλιάρικο επί εποχής δραχμής.

Το προσωνύμιο οφειλόταν στο καφέ χρώμα του και η ανάγκη που επέβαλε τη χρήση υποκοριστικού ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε τη βασική μονάδα μέτρησης τότε, ειδικά στις μεγάλες αγορές (κυρίως στις προ πεντοχίλιαρου και δεκαχίλιαρου εποχές).

Συνώνυμο: χήνα

- Με τρακόσια καφετιά δικό σου το αμαξάκι, άλλο σκόντο δεν σου κάνω...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νοθευμένο ποτό.

- Καλά το ουίσκι χθες ήταν σκέτη μπόμπα...
- Εμένα μου λες... την έβγαλα όλο το βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι λίρες στερλίνες. Λέξη των Ελλήνων φοιτητών της Αγγλίας.

Υποκοριστικό, τα λιρόνια.

- Κωλυόμενα τα βλέπω όλα. Είχαμε κατεβεί Μπράιτον το Σάββατο, πήγαμε καζίνο κι έσπρωξα χίλια πεντακόσια λιριά. Δεν υπάρχει σάλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

= Το πρόθεμα WWW που μπαίνει μπροστά από κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας στον παγκόσμιο ιστό.

Πήραν το όνομά τους από το σχήμα του γράμματος W που μοιάζει με κωλαράκι.

Αντί να πεις: ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-τελεία......
λες πιο σύντομα: 3 κωλαράκια-τελεία...

Got a better definition? Add it!

Published