Το περιπολικό. Γιατί; Ε, γιατί όπως και το σλιπάκι, έτσι κι αυτό έχει μέσα @@.
Συνώνυμο : μπατσάδικο
- Μην τρέχεις ρε Γιάννη, θα μας σταματήσει το σλιπάκι. Δεν το βλέπεις;
Το περιπολικό. Γιατί; Ε, γιατί όπως και το σλιπάκι, έτσι κι αυτό έχει μέσα @@.
Συνώνυμο : μπατσάδικο
- Μην τρέχεις ρε Γιάννη, θα μας σταματήσει το σλιπάκι. Δεν το βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά δυο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδροτηλέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.
Λέγεται και υδροτηλέφωνο.
Και να στάζω... και να κρυώνω... και το γαμημένο το υδροτηλέφωνο νά'χει κλείσει...
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Αντικείμενο πασιφανώς άχρηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στο μέλλον φανεί χρήσιμο. Αποτελεί συμπαντικό κανόνα ότι τα μελλοχρήσιμα, όταν τελικά τα χρειαστούμε στο μέλλον, ποτέ δε θυμόμαστε πού τα έχουμε βάλει.
- Ρε Γιάννη , αυτό το παξιμάδι περίσσεψε...
- Βάλτο στα μελλοχρήσιμα, κάπου θα χρειαστεί.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Ο στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παρότι έχουν πάψει από καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει να γράψουμε στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία, πιάνουμε δεγράφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε. Παραδόξως όμως, δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους.
Πέντε λεπτά την είχα στο περίμενε να γράψω το τηλέφωνο της. Άστα, έχω γεμίσει δεγράφυλους...
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Πιο έντονη λέξη για την πούτσα. Ιδίως στην παρακάτω φράση:
- Ρε συ, της μίλησες και αυτή σε έκλασε κανονικά!
- Ναι, στην καραπουτσακλάρα της!
Got a better definition? Add it!
Ελικόπτερο είτε της αστυνομίας, είτε και καλά δημοσιογραφικό, που καταγράφει κάθε κίνηση σε μια συγκέντρωση, πορεία ή σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια σύναξη.
-Κοίτα πόσα ρουφιανόπτερα υπάρχουν εδώ ρε!
-Χαμογέλα ρε! Μας φωτογραφίζουν!
Got a better definition? Add it!
Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.
- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε παλιομοδίτικο, από την εποχή του Νώε και βάλε.
Συναντάται επίσης και το επίθετο παπουίστικος, -η, -ο με την ίδια σημασία.
- Σου αρέσει η μπλούζα που αγόρασα;
- Πολύ παπούα είναι βρε παιδί μου...
Got a better definition? Add it!
Κάτι που είναι έτοιμο, ή τελείωσε, ή πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Η λέξη προέρχεται από το γνωστό απορρυπαντικό.
-Την τέλειωσες την έκθεση παιδί μου;
-Μάλιστα κύριε καθηγητά. Είναι τζετ!
Got a better definition? Add it!
Ινδική κάνναβη, φούντα. Συναντάται και στον ενικό χαϊδευτικά ως τουφί, αλλά και στον πληθυντικό ως τούφες ή τουφιά.
- Άστα φίλε! Τώρα με τις φωτιές στην Πελοπόννησο θα πούμε το τουφί τουφάκι...
- Γιατί το λες αυτό ρε Χρηστάρα;
- Ε, τί; Με τόσα μπαφόδεντρα που κάηκαν; Θ' ανέβουν σίγουρα οι τιμές!
Got a better definition? Add it!