Further tags

Ο γνωστός και ο μεσάζοντας για κάποια αξιόποινη πράξη ή για κάτι για το οποίο πρέπει να κουνηθούν τα νήματα, συχνά κάτω από το τραπέζι.

  1. - Έχεις καμιά άκρη να βρούμε τραπέζι σήμερα το βράδυ στον Μαζωνάκη; Σήμερα είναι η πρώτη μέρα και είναι όλα κλεισμένα.

  2. - Θέλω να ψωνίσω μαύρο αλλά η άκρη που έχω λείπει διακοπές, έχεις εσύ καμιά άκρη να βρούμε;

Βλέπε ακόμη βύσμα και δόντι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαμμένο μουνί = Άθλια κατάσταση..

.

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα, σαν κλαμμένο μουνί..!!

(από Khan, 01/07/14)

Βλ. και μουνί κλαμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαγλαμάς = Όργανο...!

Λαϊκιστί και καραγκιόζης..!!!

Α ρε μπαγλαμά...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμπα μάγκας = ανίκανος άντρας... Που το παίζει μάγκας αλλά δειλιάζει στην πρώτη δυσκολία...

Είσαι τζάμπα μάγκας... Νούμερο...

jaba μάγκας (από xalikoutis, 19/10/08)(από Khan, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν λέει μυστικό, και καλά θα το πάρει στον τάφο του... Δεν θα το πει σε κανέναν...!

- Τάφος είναι ο Γιώργος... Δεν τα λέει πουθενά...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.

- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοίο και αναξιόπιστο άτομο.

- Πήγα στο Υπουργείο να ρωτήσω τι χαρτιά χρειάζονται και έπεσα σε έναν φοβερό κλαπαρχίδη, ένα-ένα μου τά 'λεγε και με έκανε να πάω και νά 'ρθω πέντε φορές. Όλο κάτι είχε ξεχάσει να μου πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που βασικά χρησιμοποιείται για άτομα άξεστα που δεν ξέρουν να φερθούν και συμπεριφέρονται παρόμοια με το συμπαθές θηλαστικό.

Αυτός ο πιθηκάνθρωπος ο Νίκος, πάλι την πέταξε τη χοντράδα του. Ας τον επιστρέψει κάποιος στο τσίρκο... Τώρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος από κατοίκους της Πρωτεύουσας για κατοίκους της Θεσσαλονίκης -και όχι μόνο- ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τη γειτνίαση της συγκεκριμένης περιοχής με την αντίστοιχη χώρα και την ομοιότητα της συμπεριφοράς των Θεσσαλονικέων με τους Βουλγάρους.

Οι Βούλγαροι πάλι γυαλιά καρφιά τα κάνανε μόνο και μόνο επειδή είδαν αθηναϊκές πινακίδες. (sic)

Λεωφορείο 31 Βούλγαρη - Σφαγεία... (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος λαϊκής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο.

Μανίτσα μου, να σε κεράσω έναν γκαϊφέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified