Further tags

Μια τραγουδίστρια με πολύ καλή φωνή.

Είδες την καινούργια τραγουδίστρια ήρθε στο μαγαζί;
Εντυπωσιακή εμφάνιση και απο φωνή αηδόνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Εννούμε το έτερον ήμισυ, τη σχέση που έχουμε.

- Πώς τα πας με τη δουλειά, Νίκο; - Μια χαρά, είμαι πολύ ικανοποιημένος. - Και με το αίσθημα όλα καλά; - Ναι, τα πάμε πολύ καλά, είμαστε 2 χρόνια μαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρης αδυναμία συντονισμού, σύγχυση, ο καθένας το δικό του. Επί ατόμου: αφερέγγυος, μη προβλέψιμος, με τάση προς παλινωδίες. Επίσης, κλινικά αφηρημένος και απρόσεκτος.

  1. - Καλά, κυβέρνηση είν' αυτή; Ο κάθε μαλάκας υπουργός το μακρύ του και το κοντό του.
    - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αγόρι μου. Δεν βγάζεις άκρη, γάμησε τα.

  2. - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν το άτομο, τελείως όμως - τη μία έτσι την άλλη γιουβέτσι.

Ολόκληρη η έκφραση: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάποιος που μοιάζει καταπληκτικά με κάποιον άλλο με τον οποίο δεν έχει καμία συγγένεια.
  2. Το παιδί που έχει πάρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός από τους 2 γονείς του και είναι σαν μικρογραφία του.
  1. - Την είδες την κοπέλα απέναντι; Φτυστή η Τζούλια Αλεξανδράτου είναι...

  2. - Ο γιος του Κώστα και της Χαράς είναι φτυστός ο πατέρας του. Ίδιο ύψος, ίδιο μαλλί, ίδιο χαρακτήρα, ίδιο πρόσωπο! Λες και τον κλωνοποίησαν τον Κώστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, που τα πιάνει γρήγορα, κυριολεκτικά ή ειρωνικά.

1.- Τζιμάνι ο γιος σου Μήτσο, τό 'πιασε αμέσως το υπονοούμενο.

  1. - Πώπω τι τζιμάνι παιδί είναι αυτός ο Μιχάλης, πρέπει να του το εξηγήσω 100 φορές για να καταλάβει!

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής γκόμενα, παλαιοκνίτισσα, που επιμένει να φοράει φαρδιές μακριές φούστες, ίσιο βελούδινο παπουτσάκι με λουράκι, ριχτά πουλόβερ ή μπλούζες, έχει μακριά αχτένιστα μαλλιά (ένα μήκος και τυχαία χωρίστρα στη μέση), θυμίζει Φαραντούρη στη μούρη ή στα χρώματα, έχει μεγάλα πεσμένα βυζιά και το παίζει αξύριστος γυμνισμός τα καλοκαίρια. Τον παίρνει δε αγρίως για να μας πείσει ότι είναι σεξουαλικώς απελευθερωμένη. Αντί τσάντας φέρει απαραιτήτως ταγάρι ή κάτι παρόμοιο, εξ ού και ο όρος.

Έχει κάτι παρέες αυτό το κορίτσι... Τη μια ταγάρω μετά την άλλη... Ενώ η ίδια, καμία σχέση...

Στο 1.45 "γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια". (από Khan, 30/03/14)(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανέξυπνος άνθρωπος, που δεν πιάνεται με τίποτα.

- Νόμιζες πως θα τον ξεγελάσεις, ε; Εμ ο άνθρωπος είναι σπίρτο μοναχό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαφλατάς και μεγαλόστομος.

(πομφόλυγα = φούσκα)

-Ήλθε και αυτός ο πομφολυγοπαφλάζων, με ύφος δεκαπέντε καρδιναλλίων, και μας τα έπρηξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, απατεωνάκος, μπαγαπόντης, αλλά και σεξουαλικά πονηρούλης.

Μάλλον εκ της τουρκικής, γι' αυτό και το υποβρύχιο λέγεται «μπερμπάντ-παπόρ» (όχι στην αληθική τουρκική γλώσσα, εννοείται!)

- Ά, τον μπερμπάντη, τον πορνόγερο! Τι στριφογυρίζει εδώ πέρα αυτός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified