Further tags

Το ζωικό είδος «Παρισιανοτσέλινγκους ο καράβλαχους-αρχοντοχωριάτους» ανήκει εις την συνομοταξία των χοίρων και του βασιλείου των γαϊδάρων. Θεωρείται ενδημικό της πλατείας Κολωνακίου, πεζοδρόμου Βουκουρεστίου τε και ενώ υφίσταται και το είδος «παριζιανοτσέλιγκας ο θαλάσσιος» εις τας παράκτιας περιοχάς της Γλυφάδας και του Μικρολίμανου καθώς και ο «παιζιανοτσέλιγκας ο ορεσίβιος» ο οποίος απαντάται εις την περιοχή της Αραχώβης. Γενικά πρόκειται δια αποδημητικό είδος το οποίο διαβιώνει εις τους θερινούς μήνες εις την νήσο Μύκονο και δια λόγους παραχείμασης αποδημεί εν αναζήτηση χιονιού και απόκρημνων ορέων εις περιοχάς πλούσιας εις χιονοδρομικά κέντρα. Τρέφεται (κατ' ιδίαν) με οβελίας εις την σούβλα άνευ μαχαιροπίρουνων και (ενώπιον ομήγυρης) μετά φουά γκρα και μενταγιόν ζαρκαδιού. Δια χρηστκούς λόγους, η αποδημία του συμπίπτει με αυτήν των ειδών «Porsche Cayenne Turbo» και «Jeep Cherokee».

Το είδος απειλείται με άμεση εξαφάνιση εις το εξωτερικόν, αλλά εις την ελληνική επικράτεια εντοπίζεται εις ικανούς αριθμούς λόγω της επιτυχημένης προστασίας του από τας εθνικάς κυβερνήσεις των τελευταίων 30 ετών.

Ανακρώζει άναρθρας κραυγάς ή μιμείται και ομιλεί κατά το «ύφος των σπουδαίων» κατά τον ποιητή και ασφαλώς επιδεικνύει τον πλουτισμό του με κάθε λογής υπερβολή και δαπάνη.

Χαρίκλεια Καραβλαχέρνα, κατά κόσμον Χάρις: - Ιγώ κερία μου εείμαι γνήshία Γλυεφαδιώτιshα! Ευτέρπη: - Ναι, με παραμάνα από τας Τρίκαλας!»
Χαρίκλεια Καράβλαχέρνα, κατά κόσμον Χάρις:
- Δηλαδήsh; Τιε μουε προυσάπτιτει;
Ευτέρπη: - Ουδέν, λέγω, ωραία μέρα σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μαλακοπούτσης» είναι κάτι σαν το πουτσομαλάκα απλά λίγο παραλλαγμένο, στην ουσία δεν σημαίνει κάτι παραπάνω από το γνήσιο και ελληνικότατο «μαλάκας». Απλά, θα το ακούσεις πιο συχνά από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι όταν βρίσκονται σε μία παρέα νέων προσπαθούν να το παίξουν πολύ in φτιάχνοντας δικές τους λέξεις, με τελικό αποτέλεσμα να ακούγονται σαν ηλίθιοι.

— Μα τον είδες τον μαλάκα πως πάει;
— Πού τον είδες τον μαλάκα ρε; Καθαρός μαλακοπούτσης το τυπόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τύπος που τυχαίνει να είναι και φαλακρός. Αναφέρεται συνήθως στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων που έχουν αρχίσει να γερνάνε και να γίνονται παράξενοι και επιπόλαιοι ως προς τον περίγυρό τους και παράλληλα να αποκτούν την χαρακτηριστική φαλάκρα του μεσήλικα. Χρησιμοποιείται και για απλώς ξυρισμένους.

  1. - Θα διαβάσεις αύριο φυσική; - Ε ναι ρε, αφού ο μαλάκρας ο Διαμαντόπουλος φωνάζει.

  2. - Τι φωνές ακούγονται ρε; - Ο πατέρας μου είναι, άσε έχει αρχίσει και γίνεται μαλάκρας από τότε που έκοψε το κάπνισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που δεν το έχει καθόλου στο μυαλό. Συνήθως πετάει μαλακίες αλλά παρόλα αυτά έιναι τρελή μουνίτσα. Κάνει μόνο για σεξ.

- Το βλέπεις το εκείνο το μουνί πέρα;
- Πωωω, ναι ρε φίλε... τι φάση;
- Γάμησέ τα... τις προάλλες μιλούσαμε. Μεγάλο τούβλο αδερφέ. Δεν την παλεύεις ούτε δευτερόλεπτο.
- Κατάλαβα... σέξυπνη και αυτή.

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιγότερο γνωστή μετάλλαξη του μαλακιστηριού.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του:

  • Προκαλεί συχνότερα γέλωτα,
  • Χρησιμοποιείται και από άτομα μέσης ηλικίας,
  • Κάνει ομοιοκαταληξία με τις λέξεις μύδι, στρείδι, αρχίδι και απίδι,
  • Ταιριάζει άψογα σε παιδιά μικρής ηλικίας αλλά και σε γέροντες.
  1. - Μάνα πεινάω.
    - Περίμενε και σε λίγο θα φάμε βρε μαλακίδι!

  2. (Απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος διέπραξε κάποια ανόητη και ασυγχώρητη ζημιά, π.χ. έχυσε τον φραπέ του.)
    - Τι έκανες εκεί ρε μαλακίδι ανιστόρητο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός κλάνα και πούστη σε ένα άτομο. Δηλαδή, πούστης «2ου επιπέδου», με μια πινελιά φλωριάς: ο σκατίφλωρος.

Συνώνυμο και με τα θρασόπουστας, σκατόπουστας, φλωρόπουστας.

- Δεν πήγα στη συναυλία τελικά.
- Φοβήθηκες μη φας ξύλο βρε κλασόπουστα;

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος πολύ χοντρός, τεμπέλης και λιγδιάρης με στητό κορμί (λόγω του ότι δεν μπορεί να σκύψει από την παχιά κοιλιά του που μοιάζει με μπαλότσα), που, ενώ έχει μερικώς φαλάκρα, έχει αφήσει μακριά τα λίγα μαλλιά που του έχουν απομείνει κάνοντάς τα χωρίστρα.

Πώς απλώθηκες έτσι στον καναπέ, σαν μπαλότσαρδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο Παλλάς όταν ήταν κινηματογράφος και έκανε ατελείωτα φεστιβάλια. Τότε ο παλλαδόβιος ήταν ο πάσχων από οξεία υπερκουλτουρίαση, καθώς κυριολεκτικά ζούσε μέσα στο Παλλάς, βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα, κατά προτίμηση ιρανικού κινηματογράφου, τρώγοντας μέσα στο Παλλάς, ψάχνοντας για χεσοκαβάντζα κ.ο.κ.

Σήμερα το Παλλάς ως χώρος για θεατρικές/ χορευτικές παραστάσεις και συναυλίες έχει πάει κύριο κύμα, καθώς τα εισιτήρια φτάνουν μέχρι και τα 150 γιούρια την βραδιά, και όποτε πας σκοντάφτεις πάνω σε Προέδρους Δημοκρατίας, πολιτικούς, δημοσιοκάφρους και ταλιμπάν. Το παλλαδόβιος μάλλον θα χαρακτήριζε κάποιον που επιδεικνύεται σε κοσμικές συναθροίσεις. Χώρος υπερκουλτουρίασης είναι μάλλον ο Ιανός, που φιλοδοξεί να αναστήσει τα λογοτεχνικά καφενεία, καθώς και άλλοι πολυχώροι κατσιμηχέσω, αλλά δεν έχω ακούσει αντίστοιχη έκφραση. Αν είχαμε ακόμα τον athensasitreallyis...

Η Δεβώρα η παλλαδόβια μου ακύρωσε το ραντεβού των 19.30 στο Παλλάς στο διάλειμμα μεταξύ Κιαροστάμι και Καουρισμάκι, γιατί τότε θα έβλεπε την Μαριλού, και με έβαλε στις 23.00 μεταξύ Σοκούροφ και Μπέλα Ταρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόνοι μελάνι, θα χυθούν αν πρέπει να γράφεται με «η» ή με «ι». Αλλά, το προσπερνάω, γιατί είναι σλανγκ, και η σλανγκ πρωτογενώς έχει να κάνει με τον προφορικό λόγο.

Γαμιστής είναι ο τόσο γαμαωδέρνουλας, που το έχει κάνει επάγγελμα, για αυτό κερδίζει και την κατάληξη σε -ης. Όπως, ταξιτζής, μπογιατζής, φορτηγατζής, μπανιστιρτζής, κομμουνιστής, καπιταλιστής (άσχετα εντελώς τα τρία τελευταία, αλλά κάνουν ρίμα). Είναι αυτός που καταφέρνει να γοητεύει κατά συρροή τα θηλυκά, και ακολούθως να τα ικανοποιεί σεξουαλικά, λες και το χρωστάει στην ανθρωπότητα.

Δευτερεύουσα σημασία του όρου, έχει να κάνει και με αυτόν που χαλάει μια κατάσταση, γαμάει τα πράγματα δηλαδή.

-Ρε εσύ, αυτός κάνει τίποτα; Ο παππούς του ήταν μεγάλος γαμιστής! -Μπα, τούτος εδώ είναι η ντροπή της οικογένειας!!! Έχει πάρει το αυτί μου ότι την τρίζει την όπισθεν

-Εντάξει το βράδυ, έκλεισε το τραπέζι;
-Έκλεισε, μόνο που... θα έλθει κι ο Μάκης, ο ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά.
-Έλα ρε μαλάκα με το γαμιστή. Αυτός θα μας τα κάνει άνω κάτω πάλι.
-Μην ανησυχείς, του είπαμε κομμένες οι μαλακίες. Αν δεν συμμορφωθεί τον τζάζουμε. Ούτως ή άλλως, είμαστε έξι χωρίς αυτόν.
-Γεννηθήτω το μπλε θέλημα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός του φαλλοκράτη. Σύνδρομο κατωτερότητας λόγω μικροφαλλίας που εκφράζεται με απρόκλητο μισογυνισμό και ανεξήγητη προκατάληψη κατά των γυναικών.

- Πούτσο και ξύλο! Στις καριόλες φρένο! Να μου τη βγει ρε η Φωτεινούλα; Σκοτεινούλα θα την κάνω τη Φωτεινούλα...

(Τυπικό παραλήρημα μικροφαλλοκράτη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified