Further tags

O μαλάκας. Προέρχεται από την αγγλική λέξη asshole που σημαίνει επίσης μαλάκας.

-Τι ασόλι είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απιστευτος -greeklish

.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρίζει τον διπλό ρόλο δασκάλου-καθηγητή, ο οποίος παράλληλα με το επάγγελμά του κάνει ταυτόχρονα και μεταπτυχιακές σπουδές.

Παράγεται από το Αγγλικό bi-teach και την κατάληξη -ual > biteachual.

Τελείωσες το μεταπτυχιακό, ή είσαι ακόμη biteachual;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντοστούπης, ή αυτός που έχει μαλλί αφάνα σαν αράπης της δεκαετίας του '70.

  1. Άντε κουρέψου ρε, σα χόμπιτ έγινες.

  2. Σιγά μη βγω με αυτήν, το χόμπιτ... Με τακούνι φτάνει το ένα μέτρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψαγμένος, ο μάστορας, ο μερακλής και επιμελής σε ό,τι κάνει.

Χρησιμοποιείται και σε κλητική προσφώνηση με την έννοια του ψηλέ, αρχηγέ κλπ.

  1. Ρε καλλιτέχνη, έχεις φωτιά;

  2. Τον πάω τον Βασίλη, είναι ψαγμένος... πολύ ντιζάινερ.

Ντιζάινερ κηπουρός. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.

Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...

αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.

Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθυστερημένος, αυτός που δεν παίρνει πολλές στροφές. Από το αγγλοσαξωνικό retarded.

– Ρε, μήπως είσαι ριτάρντεντ; Εκατό φορές σου έχω πει το ίδιο πράγμα.
– Τι εννοείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι σεξουαλικά απωθητικός.

- Καλός άνθρωπος αλλά πολύ ντεκαβλέ ρε γαμώτο!

(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του ανφάν γκατέ. Χαρακτηρίζει την τοπική κοσμική ιντελιγκέντσια, γνωστούς και ως μαϊντανούς, που συνωστίζονται σε όλα τα πάρτυ και τις κοσμικές εκδηλώσεις κυρίως εξαιτίας του δωρεάν μπουφέ.

- Ωραία πάει ρε Μάκη το πάρτυ της παρουσίασης του βιβλίου σου, πολύ κέφι.
- Τι ωραία ρε λακαμά; Που χει μαζευτεί όλο το ναφάν γκατέ, γαμώ την απλυσιά τους... Μισό ρε Μηνά...Ρεεε Ζουράρι... Ναι εσένα λέω... Άσε κάτω το μπούτι κοτοπούλου, 7 έφαγες... Πού τα βάζει ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified