«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.
Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.
«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.
Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.
Δες και θεσσαλονικιώτικα.
Got a better definition? Add it!
Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.
Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι υπεύθυνος για check στις παραγγελίες στο ταμείο ή στο bar.
Συναντάται σε μεγάλα cafe - bar - club ή νυχτερινά κέντρα.
- Τρέχα να πεις στον τσεκαδόρο οτι έγινε λάθος στην παραγγελία και θα γίνει αλλαγή.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ζώο (εκ της Τουρκικής).
-Τι έκανες εκεί βρε ζώον; Μα τόσο χαϊβάνι είσαι;
Got a better definition? Add it!
Γκάβακας + ericcson. Στον στρατό, ο νέος φαντάρος που είναι όλη την ώρα μ' ένα κινητό και κλαίγεται στην κοπέλα ή την οικογένειά του.
Κοίτα ρε τον γκάβακσον, όλη την ώρα με 1 κινητό στο χέρι είναι και ρωτάει μαλακίες. Δεν τον βλέπω να βγάζει τον μήνα το τυπάκι.
Got a better definition? Add it!
Μαυροφορεμένες γριές άνω των 80 χρόνων λεπτές μέχρι 1,50 και με καμπούρα στον standard εξοπλισμό που φοράν πάντα και μία μαύρη μαντίλα και δε σε κοιτάν ποτέ στα μάτια για να μην τις αναγνωρίσεις και για να νομίζεις ότι όλες είναι ίδιες. Στην πραγματικότητα είναι μεταμφιεσμένοι γιαπωνέζοι ninja και η καμπούρα κρύβει κατάνες, στιλέτα, κρόταλα, spells και άλλα διάφορα όπλα απαγορευμένα απ' τη συνθήκη της Γενεύης.
- Ρε μαλάκα, μου την έπεσαν 7 γιαπωνέζοι νίντζα...
- Άντε ρε καραγκιόζη, τις γριούλες...
- Ρε αλήθεια σε λέω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.
Βλέπε Barbie
Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;
Got a better definition? Add it!
Aυτός που δέχεται εύκολα τάπα.
- Έριξα μια τάπα στον Τάσο σήμερα, τον ξεφτίλισα τον ραπά.
- Αφού το παιδί είναι τάπαμπλ, τι περιμένεις;
Από τον μπασκετικό ορισμό τάπα και την αγγλική κατάληξη -able, που δηλώνει ικανότητα για κάτι (π.χ. DVD rewritable).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ακούει φανατικά cd της Heaven.
Επίσης: Χεβενικός
- Α εγώ δεν ακούω τέτοια μουσική ... είμαι πιο πολύ έτσι... χεβενίστας.
Got a better definition? Add it!
Published
Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.
Got a better definition? Add it!