Further tags

Ο/η άντρας/γυναίκα που φλυαρεί ακατάπαυστα και απρόκλητα με θέματολογία που θα σκότωνε από πλήξη και έναν ψυχίατρο. Συνήθως τα κούρασελ άτομα δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε κοινωνική απομόνωση αφού κανείς δεν τολμά να τους πει ευθέως ότι του τα έχουν κάνει μπαλόνια.

Πω πω ρε φίλε, κούρασελ η τύπισσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει ασπασθεί τον βουδισμό και κυκλοφορεί ντυμένο με πορτοκαλί μαντίλες και περπατοτραγουδεί το «χάρε κρίσνα», χαρούμενο και γελαστο, χτυπώντας καμπανάκια και κουδουνάκια.

- Η συναυλία ήταν άθλια. Και το συγκρότημα τελείως χαρεκρίσνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την παλιά εποχή, στα πρώτα χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας μετά την Τουρκοκρατία, η ψήφος ήταν τόσο υπεύθυνη υπόθεση όσο είναι και σήμερα... Οι τότε πολιτικοί λοιπόν στους προεκλογικούς τους «αγώνες» εξαγόραζαν ψήφους προσφέροντας ως αντάλλαγμα πούρα Αβάνας Trabucos στους ψηφοφόρους. Τα πούρα αυτά τα μοιράζανε βεβαίως απλόχερα και στους τσατσάκους τους, δηλαδή τους πιο θερμόαιμους/πιστούς από τους οπαδούς τους.

Εν έτει 2008 πλέον, η Ελλάδα έχει πλέον προοδεύσει και χρησιμοποιούνται πλέον εξελιγμένα συστήματα ρουσφετιού και μίζας... Ωστόσο η λέξη τραμπούκος παρέμεινε και δηλώνει τον μπράβο κάποιου κομματάρχη ή γενικώς κάποιον που προκαλεί ταραχές κατ' εντολή. Κατ' επέκτασιν, σημαίνει και τον άξεστο, θρασύ και βίαιο άνθρωπο που επιβάλλεται με τη βία.

Η πράξη του τραμπούκου λέγεται τραμπουκισμός.

  1. (Από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο Κανάλι 67, στις 15-09-1993)
    - Εμείς δεν είμαστε αλήτες να τους στείλουμε τραμπούκους. Μου στείλανε στην Καλλιθέα πέρυσι, εγώ όμως δεν στέλνω τραμπούκους, ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να έχω. Εγώ ζητώ από τον Θεό να πεθάνουνε κι οι δυο τους!

  2. - Τι άκουσα, έγινε φασαρία λέει στη σχολή;
    - Ναι, την πέσανε κάτι τραμπούκοι της ΔΑΠ σε έναν τύπο που είχε στήσει τραπεζάκι για εκδρομές στη Μύκονο, γιατί τους χάλαγε την πιάτσα...

  3. - Οι τραμπουκισμοί αποτελούν καθημερινό φαινόμενο σε σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόρνη, ιερόδουλη (προέλευση: αραβικά).

- Άντε... σήκω να φύγεις. Περιμένω σαρμούτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη loser = χαμένος, ηττημένος.

Αυτός που έχει κάνει την ήττα τρόπο ζωής. Ο καθ' έξιν χαμένος. Αυτός που είναι βέβαιο προκαταβολικά ότι θα τα παίξει την κρίσιμη στιγμή. Αυτός που όπως και να πέσει το φύλλο θα βρει τρόπο να χάσει.

Κοινή έκφραση στην Αμερική, στην Ελλάδα ήρθε στην δεκαετία του '90 επάνω στην έξαρση της αλαζονείας των γιάπις οι οποίοι προσέδιδαν τον χαρακτηρισμό συλλήβδην - βασικά, σε όλους όσους δεν ήταν γιάπις. Έκτοτε διεδόθη.

Η αγγλική λέξη γράφεται με ένα -ο-, όχι με δύο.

  1. - Έτσι που λες με τον Ηλία ... του τό 'φαγε το γκομενάκι ένας φλωρούμπας με μια μπέμπα ...
    - Ναι, κι αυτός τι έκανε, δηλαδή; Τίποτα, ως συνήθως ... καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του ... αφού ρε στάχω πει ... καλό παιδί ο Ηλίας αλλά λούζερ γεννημένος.

  2. Είμαι τόσο loser που δεν κατάφερα ούτε αυτό να δηλώσω επισήμως, πάει να πει. Γάμησέ τα. Αλλά ευτυχώς υπάρχει το ίντερνετ. Κάτι σαν τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Οπότε, οφείλω σε όλους εσάς τους επιτυχημένους εκεί έξω, all you winners out there, ένα μεγάλο «ευχαριστώ», διότι μου δίδετε την ευκαιρία να το πράξω σήμερα, από τούτο δω το βήμα. Κυρίες και κύριοι, αυτό το ευλογ έπρεπε να λέγεται λουζερ δοτ ευλογoσποτ. Αλλά, εισέτι μίαν, απέτυχα οικτρά. Κάποιος, λιγότερο λουζερ, με πρόλαβε… (από blog)

  3. Δυστυχώς ο Γιωργάκης Παπανδρέου παρέμεινε «Γιωργάκης» και μετά το τέλος των εκλογών, ενώ θα μπορούσε με την παραίτησή του από την αρχηγία και την ανάληψη της ευθύνης για την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ, να φανεί επιτέλους άντρας. Αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν έπεισε ότι ήταν άξιος για πρωθυπουργός και τώρα δείχνει σα να μη συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του. Αδυνατεί να καταλάβει ότι μετά από τρεις συνεχείς εκλογικές αποτυχίες (το 2004, στις Ευρωεκλογές και το 2007), δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να είναι αρχηγός, γιατί έχει καταντήσει αυτό που λένε πολύ πετυχημένα οι Αμερικανοί, "loser". (από blog)

Μότορχεντ - Λούζερ (απο μπούτλεγκ) (από vikar, 18/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και un-παίκτ-able: ο άπαιχτος.

Καλά μεγάλε είσαι unπαικτable! Τι τρελό τρίποντο ήταν αυτό;

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified