Further tags

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο μανιτού, σύμφωνα με την Ινδιάνικη μυθολογία, ήταν το υπερφυσικό πνεύμα που καθόριζε την ισορροπία μεταξύ της ζωής και της φύσης. Η πανμέγιστη δύναμη της ζωής. Στα Ελληνικά έγινε κυρίως γνωστό μέσα από τα κόμιξ του Λούκυ Λουκ στα οποία οι Ινδιάνοι είχαν τοτέμ αφιερωμένα στο πνεύμα αυτό. Σλανγκιστί, μεγάλος μανιτού λέγεται περιγελαστικά αυτός ο οποίος κάνει πως τα ξέρει όλα, τον ξερόλα. Αν και χρησιμοποιείται για όλα τα θέματα, ο όρος αυτός βρίσκει μεγαλύτερη χρήση ως χαρακτηρισμός κάποιου που το παίζει αυθεντία σε σεξουαλικά ζητήματα, του πουτανιάρη.

(Βλέπε και μάζεψε την μην την πατήσουμε.)

- Ρε φίλε, άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα: Οι γκόμενες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτές που βαθμολογούνται με 8 και πάνω και σε αυτές που είναι κάτω από 8. Αυτές που είναι χαμηλότερες του 8 είναι γενικά ανασφαλείς και για να τις ρίξεις πρέπει να τις κάνεις να νιώσουν σαν 9άρια ή ακόμα και 10άρια. Άρα, σε αυτές τις γκόμενες πρέπει να πετάς συνέχεια κομπλιμέντα για να τις κάνεις να νιώσουν ωραία. Το πως βαθμολογείσαι εσύ δεν έχει καμία σημασία για αυτές τις γκόμενες γιατί λόγω της ανασφάλειάς τους, τις φτάνει που τις κάνεις να νιώθουν πρώτο πράγμα. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι αρκετό να επισκιάσει όλα τα μειονεκτήματά σου και να σε οδηγήσει στη νίκη του παιχνιδιού.
Αυτές που είναι από 8 και πάνω, συνήθως ξέρουν πού περίπου βρίσκονται και το μεγάλο λάθος που κάνουν συχνά οι άντρες είναι να τις τελειώνουν στα κομπλιμέντα και τις γλυκές κουβέντες. Η γκόμενα δεν δείχνει καμία συγκίνηση σε κάτι για το οποίο είναι σίγουρη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι το να πουλήσεις ιστορία και να ανεβάσεις τον εαυτό σου στα μάτια της. Η γκόμενα αυτή ψάχνει για κάποιον που είναι φαινομενικά ανώτερος από τους άλλους. Ενδείκνυται και μία δόση αδιαφορίας και εκεί που την περιτριγυρίζουν πολλοί, εσύ την αγνοείς επιδεικτικά κάνοντας όμως παράλληλα και την παρουσία σου γνωστή. Ακριβώς αυτή η κατηγορία γυναικών είναι που λέγονται και γραμματόσημα.
Έτσι έχουν τα πράγματα κολλητέ. Άκου με εμένα, το έχω φιλοσοφήσει το θέμα. Πώς νομίζεις πηδάω και άλλη κάθε μέρα;
-Σιγά ρε μεγάλε μανιτού εσύ...Κατούρα και λίγο...

(από DT Jesus, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».

Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.

Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.

Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.

- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με ρίζα το λατινικό periculum, σήμερα στην Ιταλική σημαίνει επικίνδυνος. Υποδηλώνει τον γαμάτο τύπο ή ένα μπάνικο ''θεματάκι''.

Πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον κροταλία της ασφάλτου, τον θάνατο της Αμερικής, Γιώργο Πιλλάλα σε ένα από τα live του}

Παίξε ρε μάστορη το κόλπο εκείνο το περκολόζο για τα παρφέ τα άτομα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του τζιτζί, το οποίο προέρχεται από το τουρκικό cici = όμορφο, χαριτωμένο. Για κάτι που είναι τρε κομιλφό!

Μας κλείναν το μάτι κάτι γκομενάκια τζιτζιμπρίτζι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.

Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.

Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.

Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!

(από Khan, 19/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και «ντάλε κουάλε». Από το λατινικό talis qualis, που στο σύγχρονο ιταλικό παίζει σε tale quale (που θα πει «αυτός ο οποίος»).

Άκλιτος επιθετικός προσδιορισμός, για πρόσωπα ή καταστάσεις, που θα πει:

  • ίδιος, μέχρι ακριβώς ίδιος, μέχρι και ολόιδιος (Παρ. 1),
  • παρόμοιος, μέχρι όμοιος, μέχρι και πανομοιότυπος (Παρ. 2),
  • «φτυστός», μέχρι εντελώς φτυστός, με ροχάλα και απ' όλα, σε περιπτώσεις που η ομοιότητα είναι για κακό (Παρ. 3).

    Εννοείται ότι οι τρεις τελίτσες παραπάνω είναι τάλε κουάλε ως ορισμοί, με την έννοια της δεύτερης τελίτσας.

Για να εξασφαλίσω την πληρότητα του παρόντος ορισμού, θα μοιραστώ μαζί σας την γνώση που για άλλη μια φορά μου προσέφερε απλόχερα το γούγλε:

Παίζει και σχετικό της οικονομικής τέχνης, αλλά το βρήκα μόνο στο ξενικό tale quale: «στην αγορά συναλλάγματος, είναι η συνολική τιμή που περιλαμβάνει όλα τα κόστη και στην οποία δεν μπορεί να προστεθεί ο,τιδήποτε επιπλέον» (ανατριχιάσατεhuh; - δεν το 'χω το οικονομικό, δεν το 'χω α-α, σο, αν ξεύρετε παράκληση συνεισφέρετε στα σχόλια).

  1. - Τασία μου τι σύμπτωση! (ματς μουτς) Χρόνια έχω να σε δω! Πώς χαθήκαμε! Πω πω… και τι χαριτωμένο μωράκι! Κοίτα κάτι μάτια γαλανά! Σε ποιον μοιάζει από τους δύο να σας δω, να σας δω… Α, τάλε κουάλε ο μπαμπάς του είναι με αυτές τις ματάρες κι αυτές τις χειλάρες… Φτου, φτου, σκόρδα!!

- Τι γίνεσαι βρε Βούλα, πράγματι, κοίτα σύμπτωση… δεν είναι δικό μας το παιδί, της αδερφής μου είναι και το βγάλαμε βόλτα.

(Συμπέρασμα: η Βούλα γουστάρει τον άντρα της Τασίας, σο, για να χώσει το υπονοούμενο, θα τον έβγαζε ολόιδιο με ένα δέντρο – κάποιος πρέπει να πει στην Τασία να τον πάρει και να φύγει ΤΩΡΑ).

  1. (Συζήτηση για εκκλησούλα από εδώ)

-Το τέμπλο με την ευκαιρία είναι τάλε κουάλε στο στύλε του Άη Γιαννάκη μας με τις απλές στρουφολιδωτές κολονέτες. 18ος ή 19ος; Τι λες;

(Συμπέρασμα: Τα δυο κλησάκια έχουν παρόμοια τέμπλα.)

  1. -…και τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο καινούριος της Τζίνας, έμαθες;

- Βρε παιδί μου τον γνώρισα, τι να πω πια γι’ αυτή την κοπέλα…

- Για πε ντε!

- Ε, μου φάνηκε τάλε κουάλε (σ.ς. χχχκ φτου) με τον προηγούμενο παπάρα της, τι σκατά τον μαλακομαγνήτη έχει...

(Συμπέρασμα: οι γκόμενοι της Τζίνας είναι κατά συρροή φτυστοί και για φτύσιμο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος τύπος ανθρώπου που ανθίζει σιγά σιγά στις σκανδιναβικές και γενικότερα στις ξένες χώρες αλλά και στην Ελλάδα δυστυχώς.

Θα έγραφα μεγάλο ορισμό, αλλά όλοκληρος χωράει στο: Ζει για να καταναλώνει και δεν βγαίνει εκτός προγράμματος.

- Οποοποποπ μαλάκα φεύγω, πάω ταξίδι στην Ευρώπη.
- Ναι τράβα εκεί πέρα. Με τα κωλορομπότια. Θα περάσειιςςς γαμώωω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μιά άγρια παρερμηνευμένη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και μάλιστα από αυτόν τον ίδιο τον Μπαμπινιώτη!

Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν, στα χαλαρά και αβλεπί, γράφει ότι ρουφιάνος είναι ο καταδότης, ο προδότης, ο ραδιούργος, ο χαφιές, ο σπιούνος, ο δολοπλόκος, ο συκοφάντης, ο μαστροπός.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς!

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η εννοιολογική φθορά της λέξης και όχι η πραγματική σημασία της.

Ρίζα της λέξης:
Στην ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο που βάζουν μαζί με την φοράδα την εποχή του οίστρου της. Η φοράδα όμως είναι ζόρικο ον και δεν κάθεται εύκολα. Τις πρώτες μέρες κλωτσάει άσχημα, δαγκώνει και μπορεί να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό. Γι' αυτό οι εκτροφείς, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα, βάζουν πρώτα μαζί με την φοράδα τον ρουφιάνο. Όταν η φοράδα αρχίσει να «μαλακώνει», τότε βγάζουν τον κακομοίρη τον ρουφιάνο και ρίχνουν μέσα το άτι για τα περαιτέρω.

Πραγματική σημασία της λέξης:
Ρουφιάνος είναι ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος.

Συνηθέστερες αποστολές του ρουφιάνου είναι:
- η νύξη για σύναψη παράνομης ερωτικής σχέσης χωρίς να εκτεθεί ο εντολέας (βολιδοσκόπηση).
- η έκφραση απειλών, ο εκφοβισμός.
- η προβοκάτσια

Να σημειωθεί ότι μέχρι πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια, η λέξη χρησιμοποιείτο με την σωστή έννοια...

Και τώρα μπορώ να το πω: Μπαμπινιώτη σε έσκισα!
Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα!

  1. - Με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις. (= αναλώσιμα ανθρωποειδή)

  2. - Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! (δηλαδή μεταφέρουν τα λόγια των αφεντικών τους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified