Further tags

Ο γύφτουλας που το παίζει μοδάτος.

- Σκάει στο μαγαζί με το σακάκι στον ώμο. Πού παααςςς;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χρωματισμό υφάσματος που δεν είναι καθαρός, π.χ. τα κολεγιακά γκρίζα φούτερ. Η απόχρωση μελανζέ επιτυγχάνεται όταν το νήμα είναι πολύχρωμο, π.χ. το μελανζέ των γκρίζων κολεγιακών φούτερ επιτυγχάνεται με ασπρόμαυρο νήμα.

Στην αργκό χρησιμοποιείται για ομοφυλόφιλους ή κάπως γυναικωτούς, τέλος πάντων για όχι και τόσο φανατικούς άντρες ή γυναίκες, π.χ. λέμε: «Ρε συ, αυτός λίγο μελανζέ μου φάνηκε».

Το πρωτοάκουσα από τη Σπεράντζα Βρανά σε συνέντευξη: «Αυτός ήταν λίγο, πώς να το πω, να, μελανζέ, κατάλαβες;»

  1. Ρε συ, αυτός μελανζέ μου φάνηκε. Πάμε να φύγουμε θα μας την πέσει!

  2. - Η δικιά σου είναι μελανζέ.
    - Τι λες ρε συ;
    - Άμα σου λέω, αφού την είδα προχθές με τη γκόμενα να φιλιούνται.

Στην αρχή του τραγουδιού. (από Khan, 21/10/09)(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μακάβριο χιούμορ. Eκ του black humor.

Ασίστ: Jesus

jesus: στη γαλλία (...) γίνεται συνεννόηση μεταξύ των συναδέλφων για να μην αδειάσει το γραφείο. η σχετική έκφραση είναι «faire le pont», κάνω τη γέφυρα.

Vrastaman: Εκτός βέβαια εαν εργάζεται στην France Telecom, τότε πηδαεί απο το pont.

jesus: παραείσαι μαύρος ρε θείο...έχει σαλτάρει η μισή εταιρεία. (μην ακούσω για ρένους)

(από σχόλια εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον ξένο, κυρίως τον οικονομικό μετανάστη, Γεωργιανό, Αλβανό, Πακιστανό, Φιλιπινέζο κλπ. Προέρχεται από τα ομώνυμα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

  1. - Τι έγινε ρε Μήτσο, το νοίκιασες το σπίτι;
    - Ναι.
    - Οικογένεια, φοιτητές;
    - Μμμ...
    - Κατάλαβα, ιντερλίνγκουα πάλι.

  2. Πήγαμε Γλαρόκαβο και ήταν πίτα ιντερλίνγκουα. Ελληνικά δεν άκουγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση happy hippo family, δηλαδή, στα ελληνικά, χαρούμενη οικογένεια ιπποπόταμων, χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό οικογένειας της οποίας τα μέλη είναι στο σύνολο τους παχύσαρκα, φαινόμενο εξαιρετικά συνηθισμένο.

Έχει ως προέλευση μάρκα γνωστής σοκολάτας (kinder happy hippo).

-Ψητοπωλείο “Το μάτι του Βούδα”! Λέγετε παρακαλώ!
-Τρία κιλά παϊδάκια, μισό γουρουνόπουλο, μία τυροκαυτερη, δύο μερίδες αρακά, μία φάβα, τρεις σόδες και μία coca cola zero
-Mάλιστα. Πού να τα φέρω;
-Βαγγέλη Βενιζέλου 48.
-Όροφος;
-Τρίτο υπόγειο, οικογένεια Ψητόπουλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.

Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.

  1. - Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
    -Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;

  2. - Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
    - Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.

Τάρανδος (από panos1962, 01/11/09)Κερατάς ο Μεγαλοπρεπής. (από Khan, 02/11/09)Στο 2.28 και στο 4.30 χαρακτηριστικές χρήσεις. "Διαζύγιο αλά Ιταλικά" του Τζέρμι. (από Khan, 02/11/09)Καπέλο κορνούτου (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταραντέλα: Μιλάμε για ένα χορό που συνδέεται με την αρχαιοελληνική αποικία του Τάραντα και με τον ταραντισμό, μια μορφή κρίσης που οφειλόταν στο τσίμπημα μιας αράχνης Λικόσα Ταραντούλα. Η ενδεδειγμένη θεραπεία περιελάμβανε ένα μουσικό εξορκισμό: ο άρρωστος χτυπιόταν μιμούμενος τις κινήσεις της αράχνης μέχρι να πέσει εξουθενωμένος. Από την τελετουργία αυτή γεννήθηκε o ζωηρός και εύθυμος αυτός λαϊκός χορός της νότιας Ιταλίας.

Στα καθ' ημάς τώρα. Αποκαλούμε ταραντέλα κάποια σεινάμενη και λυγάμενη κραγμένη αδελφή του ελέους, κάποια λούγκρα που σπάει φωνή, λυγάει μέση και σώμα και περπατάει με χάρη και νάζι. Μιλάμε για κάποια κρέμα καραμελέ (περίπτωση 5), για κάποια hitech τσαγιέρα ολκής.

Στο παρακάτω βίντεο ο Παπαγιαννόπουλος αποκαλεί έτσι μια αδερφή κομμώτρια που του στείλανε να τον κουρέψει και να του κόψει το μουστάκι. Το σκηνικό είναι από την ταινία Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται.

βλ. και λήμμα πούστης.

Σημείωση:

α) Επειδή υπάρχουν ταραντέλες και ταραντέλες, ο λαός επινόησε και τον όρο παλιοταραντέλα για αυτές που φωνάζουν από μακριά πως το τρίβουν το πιπέρι με όλες τις εναλλακτικές τριψίματος του. Ε... άμα είναι κανείς ευαίσθητος στο τσίμπημα της ταραντούλας... χορεύει ως ταραντέλα μια ζωή ταραντέλα. Το αναζητά ο οργανισμός του το τσίμπημα. Αυτό είναι το γιατρικό του.

β) Σχετική ατάκα: το ντέφι κι' η αποκριά είναι του πούστη η χαρά.

- Καλά... είδες τον νέο καθηγητή της μουσικής που μας στείλανε;
- Ω ναι. Τι κουνίστρα είναι αυτή ρε εσύ;
- Δε λες ταραντέλα καλύτερα;
- Και παλιοταραντέλα τη λες... Αμέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και παρτούζερ

Ο συμμετέχων, ή η συμμετέχουσα, σε παρτούζα, ο παρτενέρ σε παρτούζα. Να μην συγχέεται με το παρτουζιάρης, που είναι αυτός που επιδιώκει την παρτούζα.

  1. Ο Γιώργος; Αυτός είναι γνωστός παρτουζέρ. Μακριά!

  2. Τη Μαίρη είναι πιο πιθανό να τη γνωρίσεις ως παρτουζέρ, παρά ως καθηγήτρια. Μεγάλη γαμιόλα, σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και στα πάτρια εδάφη για να προσδιορίσει κάποιον ο οποίος ξέρει καλά την πόλη του, τα σωστά μέρη, ξέρει, εν γένει, να κυκλοφορήσει.

- Πστ, άσε, θα σας πάω στα καλύτερα.
- Τσου ρε λοκάλι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified