Έτσι αποκαλούν οι γκίκουλες, οι μαοϊστές αλλά και ορισμένες γιαγιούμπες τα ασύρματα τοπικά δίκτυα.
Εκ του αγγλικάνικου WiFi.
Ασίστ: sarant.
Έτσι αποκαλούν οι γκίκουλες, οι μαοϊστές αλλά και ορισμένες γιαγιούμπες τα ασύρματα τοπικά δίκτυα.
Εκ του αγγλικάνικου WiFi.
Ασίστ: sarant.
Got a better definition? Add it!
Ο τεχνο-φύτουκλας, ο σπασίκλας.
Εκ του αγγλικάνικου γκικ, εξελληνισμένου με την προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας. Geek αρχικά αποκαλούντο οι εξαθλιωμένοι καλλιτέχνες τσίρκων που δάγκωναν τα κεφάλια ζωντανών ποντικίωνε και φιδιώνε για να εξασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον και απαραίτητον δια την ζωήν των.
- Ωπ, τώρα θα μας πούν και γκίκουλες... - Καλυτερα γκικουλας ή σαβουρογαμίκουλας; (εδώ)
- Ουρές, πλήθος, κάμερες, δημοσιογράφοι, μπλόγκερς, γκίκουλες, ενθουσιασμός, χαρά, λύπη, απογοήτευση και…ο Wozniak ! Αυτές είναι μερικές λέξεις, οι οποίες περιγράφουν το τι γίνεται έξω απο τα applestores την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας ενός προϊόντος το οποίο φέρει το milaraki επάνω του !
(εκεί)
- Οι σπασίκλες, τα νερντ και οι γκίκουλες ναι μεν υπάρχουν (όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα), αλλά πρώτον ο αριθμός τους δεν είναι τέτοιος ώστε να δικαιολογεί ιδιαίτερη μνεία...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Το γκράνι, ή σπανιότερα η γκράνι, πληθ. τα γκράνια, είναι η γυναίκα από 55-60 και πάνω ως αντικείμενο πουροφίλ ερωτικού πόθου.
Εἰναι καθιερωμένο εντός του μπουρδελο-ιδιώματος και πορνο-ιδιώματος, (ενώ δεν μπόρεσα να βρω παραδείγματα εκτός αυτού) ως ηλικιακός τύπος γυναίκας. Προέρχεται από το αγγλικάνικο granny, μάλλον ως ηλικιακή ένδειξη στις τσόντες, όπου μιλάμε για γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από το μιλφ, μεγαλύτερη από το ματούρι, δηλ. στα χρόνια που έχει το gilf / τζιλφ, το γριόνι, το γιαγιόνι, ή η γριέντζω, η μου-νίντζα.
Χρησιμοποιείται, λοιπόν, για βιτσιόζικες τσόντες, για πιάτσες που καταλαμβάνονται από ηλικιωμένες καλντεριμιτζούδες, για τελειωμένες φάσεις σε παρακμιακά ντέλα ή κωλόμπαρα, αλλά και γενικότερα για όσους παίρνουν με κυριολεκτική ακρίβεια το η γριά κότα έχει το ζουμί, ή λόγω αγαμοσύνης καταφεύγουν στην δοκιμασμένη μέθοδο των γριών. Θα εισηγούμην και το βλέπω την σπασμένη γκράνα, δηλαδή βλέπω πεσιμιστικά το όχι και τόσο μακρινό μέλλον ενός θελκτικού ματσουριού- μιλφ.
Πάσα: u2pandelis.
Ο σημερινός φούρνος με τα γιαγιόνια στο Μεταξουργείο σε οδηγεί σε ντεκαντάντ αισθητικές επιλογές.
Δηλαδή, άντε και βλέπεις την γκράνι Όλγα. Ε, τι θα σου συμβεί, θα γεμίσεις ροζ μέσα σου; (από το ierodoules.com)
Παρουσιάστηκε ημεδαπή γκράνι, πλέουσα σε κυτταρίτιδα, με βάδισμα παλαιστή. Απήλθαμε (από το bourdela.com)
Αναλυτικό θρεντ εδώ από όπου η σταχυολόγηση:
- Τυποι μου τι λετε εδω για γκρανια; Παιζει να βρουμε πουθενα καμια καυλογιαγια να της χωνουμε τακτικα την κρεατινη σιδεροβεργα μας κι αυτη να μας δινει χαρτζιλικι απο τη συνταξη;
- η καυλα ειναι να εχουν χρυσο δοντι,οι ρωσοποντιες ετσι ειναι σιγουρα
- Επίσης εκεί γύρω στη Ζήνωνος γίνεται χαμός .. κάνουν τα ψώνια τους και μετά πάνε στις στάσεις για το λεωφορείο να γυρίσουν στα σπίτια τους . Λίγο θράσος χρειάζεται και τύχη ...
- τυπε μου αυτες που λες ειναι milf, πιτσιρικες, οι gilf ειναι πιο μεγαλες, τις ξεχωριζεις απο το δερμα γυρω απο το στομα που εχει αρχισει να σπαει και να ζαρωνει
- λοιπον,να κανονισουμε μια κυριακη να κατεβουμε στον αγιο κωσταντινο,γινεται της μουρλης τα μεσημερια,θα κανουμε κυκλωτικη κινηση γυρω απο το τετραγωνο που ειναι η εκκλησια και θα ορμησουμε
- την κυριακη πηγαινε στην εκκλησια θα βρεις πολλα πουρα εκει να την πεσεις ,μη μασας οτι ταχα ειναι θεουσες,να βρουν κανα νεαρο γαμια πανε και προσευχονται..
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός ο οποίος προέρχεται από το μπασκετικό alley-oop, ή αλλιώς (στα ελληνικά), χουπ.
Οι χούπηδες ισχυρίζονται πως είναι μπασκετικοί φίλαθλοι και μιλάνε μεταξύ τους με καθαρά μπασκετικούς όρους, όπως: πικ εν ρολ, άλεϊ ουπ, τρανζίστορ, μπακ κορτ κτλ.
- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
εκ του Χουπ (Hoop): είναι το στεφάνι της μπασκέτας.
Στην διάλεκτο του πεζοδρομίου σημαίνει παίζω μπάσκετ. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις του Street BasketBall: παιχνίδι μπάσκετ σε εξωτερικό χώρο.
Σημείωση: οι μπασκέτες έχουν σιδερένιο φιλέ για να μην κόβεται.
- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μοναδική μεταφορά του πασίγνωστου motherfucker στα Ελληνικά, που μπορεί να λεχθεί ότι πλησιάζει.
Ελληνικό ροκ (συνήθως) συγκρότημα στο κοινό του:
- Πάμε ρε μητρογαμίτες! (come on motherfuckers)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από γκέουρα:
Πρώτη μεγάλη κατηγορία:
Δεύτερη μεγάλη κατηγορία:
Ας τα πάρουμε από την αρχή: Έστω ότι η επόμενη κυβέρνηση καταγγείλει το μνjημόνιο. Οι τροϊκανοί θα σταματήσουν άμεσα κάθε καταβολή της δανειακής σύμβασης, εκτός φυσικά από την δόση που αφορά στην εξυπηρέτηση των δικών τους δανείων. Λόγω γαμοκαταστάσεως, η κυβέρνηση δεν θα έχει σάλιο να πληρώσει μισθούς και συντάξεις σε Ευρώ. 'Η θα αναγκαστεί να τυπώσει Δραχμές (φορ δε σέϊκ οβ άργκιουμεντ, λέμε ότι δεν θα το κάνει) ή θα εκδώσει «υποσχετικές» – τα γκέουρα – προκειμένου να πληρώσει τους αναξιοπαθούντες δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Το γκέουρο θα κυκλοφορεί παράλληλα με το Ευρώ και σύντομα θα χρησιμοποιείται για πληρωμή όλων των εγχώριων συναλλαγών. Η αξία του θα είναι τουλάστιχον 50% χαμηλότερη από του Ευρώ. Ωσεκτουτού, η αγοραστική αξία όσων πληρώνονται με γκέουρα θα είναι αντίστοιχα χαμηλότερη. Τα δάνεια των νοικοκυριώνε θα συνεχίσουν όμως να είναι εκπεφρασμένα σε Ευρώ, αντιλαμβάνεσαι λοιπόν πόσο θα τσούζει, Σούζη;
ΟMayer πιστεύει ότι εάν η νέα κυβέρνηση καταφέρει από μόνη της (χωρίς μνjηνμόνιο) να συγυρίσει την οικονομία πετυχαίνοντας πρωτογενή πλεονάσματα, τότε θα μπορέσει να ανταλλάξει τα γκέουρα με Ευρώ, και θα επανέλθουμε χαλαρουίτα 100% στο Ευρώ. Εάν όμως στηρίξει την πολιτική της στο να τυπώνει και να μοιράζει γκέουρα με τη σέσουλα, τότε η θα καταντήσουμε Ζιμπάμπουε της Ευρώπης.
Εναλλακτικά: γκαίουρο.
- Αιδοίου θριξ ναύν έλκει... :lol: :lol: :lol: :lol: Ήθελα να΄ξερα όμως τι θα γινόταν αν η κοπελιά έπεφτε σε κάναν γκαίουρα και δη υστερικό.
(εδώ)
- Κάτω η δραχμή, Ζήτω το Γκέουρο!!
(εκεί)
Γκέουρο; τίποτα πιο χαριτωμένο δεν έχουν να προτείνουν;
(στο βάθος)
- πού θα πάμε; σε δραχμή; σε γκέουρο; σε γρόσια; σε φτερά και πούπουλα;
(στη γωνιά)
- GEURO - ΓΚΟΥΡΟ - ΑΓΚΟΥΡΟ- ΑΓΚΟΥΡΙ ...
(στο φουαγιέ)
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.
Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.
- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...
Got a better definition? Add it!
Φλάφερ ονομάζεται το άτομο το οποίο είναι επιφορτισμένο με το να κρατάει σε στύση έναν πορνοστάρ ανάμεσα στα γυρίσματα των σκηνών.
Ε! Μάκη! Ο επιβήτορας μιλάει με τον σκηνοθέτη, στείλε την φλάφερ να του «τονώσει το ηθικό».
Βλ. και ανάφτρα.
Got a better definition? Add it!
Ο ηδονοβλεψίας που κάθεται και μαλακίζεται μπροστά στην κάμερα. Η λέξη βγήκε από το κεντρικό σάιτ για ηδονοβλεψίες www.shufuni.com.
Οι σουφουνιστές κάθονται με της ώρες και μαλακίζονται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και μπορεί να χαλάσουνε μια περιουσία όταν μπαίνουν στο Πριβέ στα Πίπ σόου (οι τιμές είναι από 5-10$ το λεπτό). Πολλές φορές γλείφουνε και την κάμερα όταν η γκόμενα φέρνει το μουνάκι της κοντά στην κάμερα.
Ο Βασίλης είναι μεγάλος Σουφουνιστής, ούτε χτες ούτε σήμερα βγήκε έξω και σήμερα όλη τη μέρα μαλακίζεται με το Σουφούνι. Χτες είχε στραβολαιμιάσει, έγλυφε την κάμερα πάνω από 10' λεπτά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified