Further tags

Είναι ο κάτοχος μηχανής μικρού κυβισμού (παπάκι). Πολύ συχνά ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται και γι' αυτούς που με παπάκι δουλεύουν ως ντιλιβεράδες.

1.(από www.off-road.gr, οι κατηγορίες των μοτοσυκλετιστών)

ΠΑΠΑΚΙΑΣ
Α, το παπί. Ο σκαραβαίος των δικύκλων. Από μόνο του, έβαλε την Ελλάδα πάνω σε δύο ρόδες (μαζί με τά δωρεάν πού άφηναν Γερμανοί και Σύμμαχοι) Έχει εξελιχθεί από την δεκαετία τού Πενήντα και έχει ανέβει στα 100 και βάλε κυβικά. Πολλοί τα ξεπέρασαν και ανέβηκαν σε μεγαλύτερες μηχανές. Ο παπάκιας μας όμως δεν έχει σκοπό να το δώσει στο εγγύς μέλλον (είτε γιατί δεν θέλει είτε γιατί δεν μπορεί).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Υπάρχουν όλες οι ηλικίες και όλα τα κοινωνικά στρώματα πάνω σε παπιά, ο παπάκιας όμως είναι το πολύ 21-22. Α-πα-ραί-τη-τη είναι η κομμένη εξάτμιση.

Εάν δεν ξυπνάς νεκρούς δεν ανήκεις στο κλαμπ. Όχι υποχρεωτικό αλλά συστήνεται να αφαιρεθεί η ποδιά πάραυτα. Κράνος απαγορεύεται δια ροπάλου. Επιτρέπονται τα μαλλιά καρφί.

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ: Ο,τι νά 'ναι, αλλά το παπούτσι πρέπει υποχρεωτικά να είναι αθλητικό μποτάκι νέου τύπου με σχέδιο και φωσφοριζέ χρώματα να βγάζει μάτι.

ΟΔΗΓΗΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ: Αγκώνες ανοιχτοί σαν να κάνει μοτοκρός, γόνατα κολλητά και πόδια με τις μύτες να κοιτάνε προς τα μέσα.

ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ (Αλλά δεν το παραδέχεται): Ντεπόζιτο ανάμεσα από τα γόνατά του.

ΤΟΥ ΤΗ ΣΠΑΕΙ: Εκείνα τα αναθεματισμένα βεσπάκια 125 και πάνω, πού είναι πιο γρήγορα.

ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ: Έκλεψε γκόμενα από Αφρικανό. Η ηδονή τής στιγμής εκείνης ήταν μεγαλύτερη από την (περιορισμένη ακόμα) σεξουαλική του ζωή. Αν κατάφερνε να κλέψει και από Χαρλεά, αλλά υπάρχουν και όρια έτσι;

  1. (από blog)
    Θέλετε να πείτε ότι your average παπάκιας ντιλιβεράς ο οποίος οδηγεί με τον φραπέ στο ένα χέρι, το κινητό στο άλλο το κράνος όπως είπατε ως υφαγκώνιο, ή [...] έχει να ζηλέψει κάτι από τους πιλότους F1 ή MotoGP?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθητικός ομοφυλόφιλος, παραπομπή στον Σκαραβαίο της Φολξβάγκεν.

- Σκαραβαίος μου φαίνεται ο τύπος, έχει την μηχανή πίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που διαθέτει κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητο και κάνει μαλακίες στους δρόμους, προκαλώντας χάος. Συνήθως στο παρμπρίζ έχει αυτοκόλλητο με τη φίρμα του ομώνυμου συνεργείου-βελτιωσάδικου. Επίσης, όταν βρίσκεται σε πλατείες-πασαρέλες, ανοίγει παράθυρα και παίζει τέρμα σκυλάδικα ή beatάκια που καλύπτουν τη μουσική των καταστημάτων.

- Τόλη, κόψε αμάξι το άτομο...! Χάρος με ρόδες!
- Ναί ρε Μπάμπη. Μπουλέκος ο τυπάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος των εν Ελλάδι αγώνων αυτοκινήτου. Παρά την αναφορά σε θηλυκό όνομα, αποδίδεται σε οδηγούς που γενικώς δεν το έχουν ρε παιδάκι μου. Επειδή η αγωνιστική οδήγηση θέλει χέρια, ο αργός και φοβητσιάρης οδηγός λέγεται κουλός. Το δεύτερο συνθετικό Μαρία βάζει ακόμη μια κοροϊδευτική πινελιά, εννοώντας προφανώς ότι της Μισέλ Μουτόν εξαιρουμένης, η αγωνιστική οδήγηση είναι για άνδρες και ο συγκεκριμένος τύπος οδηγεί σαν γυναίκα. Πάντως αν ασχολείσαι με το άθλημα, δεν είναι καλό πράγμα να σε χαρακτηρίσουν έτσι και ή παράτα τα ή σοβαρέψου επιτέλους.

- Τον μάγκωσα σε τρεις ειδικές τον μαλάκα και μ' έκοψε πάνω που πήγαινα για βάθρο.
- Αφού είναι κουλομαρία ρε μαλάκα, τώρα θα τον μάθεις το Βρασίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει παπί κωλοπειραγμένο και μαλλί ανάλογο της φυλής των Cherokee. Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος οδήγησης του οχήματός του, με το σώμα και το κεφάλι να κοιτάει δεξιά ή αριστερά καμπουριάζοντας, ακολουθούμενος από σπασμούς σε κάθε αλλαγή ταχύτητας.

  1. - Τό 'λιωσε το μηχανάκι το τσερόκι...

  2. - Κοίτα μπροστά σου ρε, σαν Τσερόκι οδηγάς...

  3. - Κοίτα αεροτομή που έχει το τσερόκι... (αεροδυναμικό κούρεμα τύπου διπλής μοϊκάνας σε Τσερόκι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επικίνδυνος οδηγός, ειδικότερα στην πόλη αλλά ενίοτε και σε επαρχιακούς δρόμους, συνηθίζεται για οδηγούς ταξί, delivery.

Έκανε στον δρόμο κάτι ταρζανιές, προσπεράσεις από δεξιά, χωσίματα, σωστός Ταρζάν ο ταρίφας.

το Ελληνόφωνο αντίπαλο δέος -Γκαούρ (από dryhammer, 16/05/14)πατριωτικό (από dryhammer, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος οδηγός.

Δεν πάω με τον Ανδρέα, είναι πότης της ασφάλτου.

(από Khan, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός του Γιάννη Βαρδινογιάννη, γνωστού και ως «Τζίγκερ», ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με αφορμή το πρόσφατο παρελθόν του ως οδηγού αγώνων ταχύτητας.
Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν κυρίως φίλαθλοι του ΟΣΦΠ στα πέριξ του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής.

- Λες να τα κανόνισε φέτος η σωφεράτζα να πάρει το πρωτάθλημα, που κλείνει και ο βάζελος τα 100;
- Πολύ πιθανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατοαπασχολούμενη χαμηλοαμοιβόμενη φυλή ανθρώπων με αμφίβολο παρόν και μέλλον. Σκοπός της φυλής είναι μια μεγάλη μέρα κάποιος εκπρόσωπός της (ο μεσσίας σύμφωνα με τα χαλκινα βιβλία) να καταφέρει να πάρει ένα LADA (το άγιο δισκοπότηρο) από μια μάντρα ή έναν γκρεμό να το φτιάξει και να το κάνει όσο πιο άσχημο και θορυβώδες γίνεται (που είναι το εύκολο κομμάτι), αλλά και να μπορεί να βάλει κάτω για πλάκα οποιαδήποτε Ferrari, Lamborghini ή ότι άλλο χρειαστεί (που είναι το δύσκολο κομμάτι). Σημειώνεται ότι εργαστηριακές έρευνες έδειξαν ότι δεν θα τα καταφέρει ποτέ κανείς, οπότε μοιραία ολόκληρη η φυλή είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί.

-Πού χάθηκες ρε καραβανά;
-Πήγα Παρίςςςς που με είπαν για ένα καλό Lada σ' έναν γκρεμό, αλλά δε μ΄άρεσε.

Βλ. και καραβανάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified