Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.
Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!
Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.
Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!
Βλ. και βρωμόμουνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όργανο αυνανισμού που συνίσταται σε έναν δονητή προσκολλημένο σε μια φουσκωτή μπάλα εκγύμνασης με δυο πλαστικά χερούλια. Λειτουργεί μέσω της εκούσιας αναπήδησης του υποκειμένου.
Το μαλακιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης χαρακτηρισμός προσώπου.
- Τι είπες μωρή κωλοτρυπιδόσουπα;!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.
- Για δες την, κλαψομούνα είναι.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος της γυναίκας ο οποίος ανάβει τον αντρικό πληθυσμό.
- Πω πω η Λίτσα είναι σκέτη σεξοδιαστροφική πουτσοκαυλώστρα!
Got a better definition? Add it!
H μικρή όμορφη κοπέλα που τον παίρνει.
- Για δες την Κατερινούλα, πουτανοκαυλίτσα έγινε!
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που γενικά θυμίζει το μόριο του άντρα σε μορφή, συμπεριφορά ή συνήθειες.
- Στ' αρχίδια μου!
- Πουλιλόμορφος είσαι, τι θα έλεγες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μουνόπανο, αυτός που δεν ξηγιέται σωστά. Συνήθως ο χαφιές, ο απατεώνας.
- Δώσε μου πίσω τα λεφτά μου ρε αρχίδι!
Got a better definition? Add it!
Η γκομενάρα πουτάνα που της αρέσουν οι δύσκολες στάσεις.
- Βλεπεις αυτή στο τέλος του δρομου;
- Την πουτάνα;
- Ναι, πολύ πουτανογκαβλιάρα, έτσι;
- Ναι, πάμε να τη γαμήσουμε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποείδος ανθρώπου, αρσενικού γένους, που έχει την συνήθεια να κρατάει παρέα και να μεταφέρει από και προς το σπίτι, μπαρ, σινεμά κτλ, γκόμενες άλλων ή γκόμενες σκέτο, με μόνο σκοπό την δική τους ευχαρίστηση και την φιλία.
- Έλα ρε, κανόνισα απόψε να μπούμε στο γήπεδο τσάμπα, πάρε και τον Μήτσο να έρθει.
- Μπα άσ' το. Άφησε ο Λάκης την δικιά του για να τα πιει με φίλους και ο Μήτσος θα κάνει τον μουνοφύλακα.
Βλ. και μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, bye sexual.
Got a better definition? Add it!