Further tags

Η κοπριά και μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος, ο παχύς, καθώς και το άχρηστο αντικείμενο. Ετυμολογία: φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη.

Φουσκί έχει καταντήσει από το πολύ φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.

Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Σερραϊκό (τοπικό) ιδίωμα. Συνώνυμο της γάτας (κυριολεκτικά)

Και που σαι; Μου πετάγεται που λες μπροστά ενα μαρλιόκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Περιγράφει κάτι το ανίκητο/πολύ ποιοτικό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρήσει ένα πρόσωπο,ενα μουσικό κομμάτι,έναν τρόπο εκτέλεσης κάποιας ενέργειας,η ένα champion στο League Οf Legends.

Lady Gaga ακούς ρε τελειωμένε; Ναι ρε,που να χάσει η gaga.

Ο Γιάννης που γνωρίσαμε χθες τρομερός λεβέντης ε; Πού να χάσει ο Γιάννης φιλε,έχεις πολλά να δεις ακόμα.

Τrynda mid που να χάσει.

Χθές πήγαμε τζαμπέ στο πάρτι με το ταξί, δεν δώσαμε φράγκο στον ταξιτζή. Ωραίοι ρε,που να χάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα πιστοποιημένο προϊόν ή υπηρεσία. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει έμφαση στις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου π.χ την εχεμύθεια, την σεξουαλική απόδοση κ.α. Προέρχεται από το γαλλικό certifié. Ανήκει στην μεγάλη ομάδα γαλλικών τεχνικών όρων που πλέον χρησιμοποιούνται στα ελληνικά για να υποδηλώσουν κατάρτιση μάστορα με μάστερ στη πιάτσα.


Παράδειγμα 1
-Τι κινεζιά σίδερο μου ΄φερες ρε Μιχάλη; Να λαμπαδιάσουμε εδώ μέσα!
-Σιγά μη πλερώ τα σερτιφιέ σα του μουνί της Παναγίας να πούμε! Είναι ΟΕΜ, ίδια ποιότητα με τα Bosch λέμε.

Παράδειγμα 2
-Άννα, ο Νίκος! Τι γκομενάκι είν΄ αυτό θεέ μου!
-Είναι... και είναι κρίμα απ το θεό...
-Γιατί ρε;
-Καλά βλαμμένη είσαι;
-Τι;
-Το παιδί είναι σερτιφιέ αδερφή ρε, δεν είδες τον χαρλεά που τον πάρκαρε απ' έξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «μουνί καπέλο» δηλώνει κακή κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης και είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, δεν έχει να κάνει με το καπέλο αλλά προέρχεται από την ισπανική λέξη cabello που σημαίνει «μαλλιά» και προφανώς παραπέμπει σε τριχωτό αιδοίο το οποίο, ως γνωστόν, παρουσιάζει συχνά μιαν εικόνα ακαταστασίας και αναταραχής.

Ω, ρε μαλάκα, τράκαρε ο Μάκης την καινούρια BMW του γέρου του, τι να στα λέω. Μουνί καπέλο έγινε το αμάξι, δεν ξεχωρίζεις ρόδα από τιμόνι. Ευτυχώς ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα, αλλά θα τον περιλάβει ο γέρος του, γάμησέ τα!

Τα 'μαθες; Η Μαρία έκανε μπότοξ αλλά έπεσε σε κομπογιανίτη και της έκανε τη μόστρα μουνί καπέλο. Αν τη δεις μη δείξεις έκπληξη κάνε σαν να μην τρέχει τίποτα.

Άστα! Έμαθε ο γενικός για την πατάτα που έκανε ο Γιώργος στην κατάθεση των δικαιολογητικών και διέταξε να γίνει ΕΔΕ. Ενός κακού μύρια έπονται, ρε, πάνω που πηγαίναμε να στρώσουμε θα γίνουμε πάλι μουνί καπέλο!

μουνί cabelloμουνί cabello

Got a better definition? Add it!

Published

Καριόλα έλεγαν το μεταλλικό κρεββάτι.λεζάντα εικόνας

Πήγαμε στο επιπλάδικο για να αγοράσουμε καινούργια καριόλα.

Got a better definition? Add it!

Published

"εε τι τσιρκαμιδας εισαι!"'φερε μου το τσιρκαμιδι να δεσω τα καλωδια"

χαρακτηρισμός προσώπου

αυτος που ενω πασχιζεις να του εξηγησεις κατι δε το καταλαβαινει με τιποτα και τον αποκαλεις ετσι με απελπισια και νευρα..τσιρκαμιδι ειναι ενα οποιαδηποτε αντικειμενο χρειαζεσαι ενω κανεις δουλεια και ενω ξερεις πως λεγεται το αποκαλεις ετσι ωστε να μη καταλαβει ο αλλος τι θες κι ετσι να εχεις τη δικαιολογια να νευριασεις περισσοτερο

Got a better definition? Add it!

Published