Further tags

Αυτός που επιδεικνύει υπερβολικό χαϊλίκι.

Ο γουόναμπι, ο φλάσυ, ο μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee, εν γένει αυτός που πουλάει αέρα (συνήθως κοπανιστό). Από το αγγλικό wazzaaa (= what's up).

Σημ. Σαν υπερθετικός, έχει ειπωθεί και ο γουαζάμπι (wasabi).

- Κοίτα το γουαζά με το Φερραρικό στην πλατεία.

Βλ. και σχετικά λήμματα πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, πουλάω μούρη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της Παναγίας σε σχέση με το είδος προστασίας που προσφέρει. Εφάμιλλο των: Παναγία η Γλυκοφιλούσα, Παναγία η Βρεφοκρατούσα, Παναγία η Φανερωμένη ή ακόμα και Παναγία η Πιπινολαχταρούσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Παναγία προστατεύει τους Χριστιανούς που ασχολούνται με την παράνομη μεταβίβαση και κατάχραση των οικοπέδων της Εκκλησίας (βλέπε Εφραίμ, Βατοπέδι κτλ).

- Κύριε Ρουσόπουλε, εσείς σε ποιά εκκλησία κάνετε Ανάσταση;
- Από μικρό παιδί εγώ πάω στο εκκλησάκι της Παναγίας της Κτηματομεσίτριας.

(από DT Jesus, 26/11/08)(από DT Jesus, 26/11/08)(από DT Jesus, 26/11/08)Madonna η Βατραχοποδαρούσα (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον Βαρόνο Μυνχάουζεν, γνωστό ήρωα του βιβλίου του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ, δηλώνει κάποιον ο οποίος ψεύδεται ασυστόλως.

- Κι αυτή την έχεις πηδήξει ρε μαλάκα;
- Ναι ρε, στανταράκι.
- Καλά, τελικά είσαι μεγάλος Βαρόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μεγάλο ψεύτη (κατ' αντιστοιχία με το Βαρόνος).

Εικάζεται ότι ο Τσαρώφ είναι ιστορικό πρόσωπο, κανείς όμως δεν ξέρει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι έδρασε στη Ρωσία κατά την εποχή των Μεγάλων Τροβαδούρων του 16ου αιώνα.

- Μου είπε ο Κρις ότι ο Ντάνης έρχεται σε μια βδομάδα.
- Μην τον ακούς ρε, αυτός είναι μεγάλος Τσαρώφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέγιστο αξίωμα του Πολεμικού Ναυτικού, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να δηλώσει τον άντρα που πηγαίνει με οποιαδήποτε γυναίκα.
Συνηθισμένο συνώνυμο: σαβουρογάμης, ο
Πιο εξεζητημένο: Σάββας Ουρογάμης

- Καλά ρε μαλάκα, μέχρι και το τρίμπαζο την Ελένη πήδηξε ο Μήτσος; Τόσο σαβουρογάμης είναι;
- Ρε, δε βλέπεις τα γαλόνια; Ναύαρχος είναι ο άνθρωπος.

Βλ. και σχετικό λήμμα Σάββας (ο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ρεζερβέ για γκόμενες τύπου Λίλιαν. Για γκόμενες που αν τις γαμήσεις θα έχεις να το λες στα εγγόνια σου, που αν άνοιγαν τα πόδια τους για σένα θα ήταν τέτοια η χαρά που ακόμα και αν βρώμαγε το μουνί τους θα το τιμούσες δεόντως. Αυτό που λέμε και η κλανιά της βάλσαμο. Για τις απόλυτες θεές εναλλακτικά λέμε «την έγλειφα και με περίοδο».

(Φαντάροι παρακολούθουν το διαγωνισμό Eurovision 2005)

- Τι μουνάρα είναι η Παπαρίζου ρε μαλάκα!
- Την έγλειφα και άπλυτη!
- Ε όχι και άπλυτη.
- Ναι ρε καραγκιόζη, εσένα άμα σου καθόταν θα της έλεγες «Έλενα, καλή είσαι αλλά κάνε και κανα μπάνιο» ε;
- Δίκιο έχεις, και άπλυτη την έγλειφα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλάζω ομάδα, πηγαίνω με τους άλλους, αρχίζω να το ζεσταίνω το σαμοβάρι.

- Τά 'μαθες; Ο Παναής το γύρισε...
- Έλα μουνί στον τόπο σου...

εύκολο όσο το πάτημα ενός κουμπιού! (από xalikoutis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό οίκο μόδας του παγκοσμίου φήμης σχεδιαστή Αριστοτέλη Μπιτσιάνη. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι τα ενδύματα που φοράει είτε ο λέγων είτε κάποιος άλλος είναι εξαιρετικής ποιότητας.

- Κοίτα ρε μαλάκα το λιμοκοντόρο τον Πάνο με τι κουστουμιά έσκασε.
- Μπιτσιάνι...

(από notheitis, 27/11/08)

Βλέπε και κουστουμιά ο ανάπηρος!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το κουράζει υπερβολικά. Αυτός που πρέπει να σκεφτεί πάρα μα πάρα πολύ για να κάνει κάτι.

Από το γνωστό πρωταθλητή του σκάκι. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην πόκα όταν κάποιος αργεί πάρα πολύ να παίξει.

- Άντε ρε Κασπάρωφ Θοδωρή, κέντα-χρώμα είναι το παιχνίδι τι το σκέφτεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified