Further tags

Χαρακτηρισμός για γυναίκα η οποία έχει συνευρεθεί σεξουαλικά με πολύ μεγάλο αριθμό αντρών. Συνώνυμο με το την έχουν πάρει και οι πέτρες. Η προέλευση του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού είναι από το γνωστό αναλογικό κοντέρ που χρησιμοποιείται στα αυτοκίνητα και τα λοιπά τροχοφόρα για την μέτρηση των χιλιομέτρων που έχουν διανύσει και το οποίο όταν συμπληρώσει πολλά χιλιόμετρα γυρίζει ή αλλιώς μηδενίζει.

Καλός μαλάκας ο Σούλης. Πού την βρήκε ρε συ αυτή και την παντρεύτηκε; Μου είπε ένα φιλαράκι ότι έχει γυρίσει το κοντέρ, την έχουν πάρει όλοι στην Πάτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει το ίδιο νόημα με το δουλειά δεν είχε ο διάολος, έδερνε / γαμούσε τα παιδιά του. Χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν έχει τίποτα σημαντικό να ασχοληθεί και κάνει μαλακίες. Με τον όρο καλαμπαλίκια εννοούνται οι όρχεις.

- Ρε συ το έχεις κάψει τελείως. Είναι δυνατόν να είσαι 22 χρονών παιδί και να φτιάχνεις παζλ;
- Γιατί ρε, είναι ωραία ασχολία.
- Καλά, δουλειά δεν είχε ο διάολος και ζύγιζε τα καλαμπαλίκια του.

(από Vrastaman, 17/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός για εύρωστους και δυνατούς νέους άντρες, δεδομένης της δυσκολίας να ακολουθηθεί ο ρυθμός βαδίσματος του γαϊδάρου από τον άνθρωπο, πόσο μάλλον να την γαμήσει κιόλας κάποιος κατά τη διάρκεια της διαδρομής και ενώ την ακολουθεί.

- Δυνατό παιδί ο Γουίλι.
- Ναι ρε, αυτός γαμάει γαϊδάρα στον ανήφορο.

(από Vrastaman, 17/12/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα γκαστρώνω γαϊδούρα στον ανήφορο, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του μαλάκας για την χρήση του ως φιλική προσφώνηση, ή για να αποσπάσει την προσοχή, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία συζήτηση. Χρησιμοποιείται επίσης ως επιφώνημα θαυμασμού ή και έκπληξης.

- Ε μαλά, τι ώρα είναι;

- Μαλά, τι έκανε ρε το παλληκάρι;

- Μαλά, έχασες χθες που δεν ήρθες, περάσαμε γαμάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο το οποίο είναι κομμάτια από την αϋπνία και την κούραση, παίρνοντας έτσι το χαρακτηριστικό χρώμα του αυγολέμονου. Λέγεται και απλά κομμένος. Συνηθισμένη κατάσταση για πρωτοετείς φοιτητές που έχουν κάνει τη μέρα νύχτα και πάνε σερί στη σχολή.

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλά, σαν κομμένο αυγολέμονο.
- Άσε το πήγα σερί για να προλάβω να βγάλω όλη την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας. Προέρχεται από τη μορφολογία του αντρικού γεννητικού οργάνου. Εναλλακτικά: ακόντιο.

- Περάσατε ωραία ρε χτες στο Shisha;
- Μπα, ήταν γεμάτο καρφιά.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφώνω και καρφοκωλιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικριτική παρατήρηση συντηρητικού Ελληνάρα προς εξελισσόμενο φίλο του, σε ρυθμούς δημοτικού τραγουδιού.

Εκφράζει το δραματικό δίλημμα του Νεοέλληνα στο σταυροδρόμι μεταξύ λεβεντιάς και τρεντοσύνης. Οι τρέντυς που θα θέλουν να προσελκύσουν στις τάξεις τους τον μέχρι πρότινος λεβέντη θα στιγματίσουν το πρώην περιβάλλον του ως λεβεντομαλάκες. Αντιστρόφως, οι λεβέντες πρώην φίλοι θα επισείσουν τον κίνδυνο ο εν λόγω νέος να εξελιχθεί σε «τρεντόπουστα», αν γειτνιάσει υπερβολικά στους τρέντυς.

Πιθανόν το δίλημμα να λύνεται ανάλογα με το για τι φοβάσαι περισσότερο να σε κατηγορήσουν. Φοβάσαι περισσότερο να σε πουν λεβεντομαλάκα, ή «τρεντόπουστα»; Ωστόσο, θεωρώ ότι πρόκειται εδώ για φοβία συντηρητικής υφής, την οποία ο νέος πρέπει να υπερβεί, προκειμένου να αποφασίσει απροϋπόθετα το «στρατόπεδο», όπου θα ενταχθεί.

-Κάποτε μεράκλωνες με λαϊκά και μπουζούκια, τώρα ζαχαρώνεσαι με Χατζηγιάννη και Παπαρίζου. Αχ, δυσκολεύομαι να σε αναγνωρίσω! Κάποτε ήσουνα λεβέντης, τώρα μού 'χεις γίνει τρέντης! Να προσέχεις με ποιους κάνεις παρέα!

(από Khan, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή-μαγκικορεμπέτικη λέξη που σημαίνει λεβέντης (λέγεται με διάθεση αστειότητας).

- Μάνα, ζέστανε κάνα φασολάκι απ' το μεσημέρι να φάμε...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Ρε μάνα, δεν ψήνεις και κανά κοψίδι να κατέβει καλύτερα η πράσινάδα...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Δεν πιάνεις και λίγη φέτα απ' τον τενεκέ να την κάνεις σαγανάκι...
- Ό,τι θέλει ο καραμπουζουκλής μου!
- Κοίτα μάνα, αν είναι να με βρίζεις άσ' το, θα πα να φάω στα Goody's...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σιχαίνεται τα πάντα: τα βραδινά ποτά, τους πρωινούς καφέδες, τις κοπέλες που αρέσουν στους άλλους της παρέας, κ.α.

- Ραντεβού το βράδυ στις 11 για ποτό.
- Είπες στον Τάδε;
- Είπα αλλά δε θα βγεί. Κλασικός σίχας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορασίς πρόθυμη όπως καταπιεί τα άπαντα εξερχόμενα εκ του ανδρικού μορίου κατά την ολοκλήρωση της σεξουαλικής διαδικασίας. Διψασμένη σφόδρα για το ανδρικό σπέρμα, το οποίο καταναλώνει όσο συχνότερα και σε όσο μεγαλύτερες ποσότητες βρίσκει και μπορεί. Τρόπω τινά, νυμφομανής με το σπέρμα ή αλλιώς σπερμοδουλάρα.

Μάγκα μου η Μαρίτσα είναι μία καταπιόλα... σκέτη σπερμοστραγγίχτα... ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν άφησε μία σταγόνα. Έγλυψε και το πιάτο μετά. Σου λέω μου τον έκανε λαμπίκο.

Τα πίνω όλα, τα πίνω όλα, χάπια, ουίσκυ και κόκα κόλα (από Galadriel, 05/03/09)

Βλ. και σχετικά λήμματα σπερμοδιψής, ο, σπερματοδιψάζουσα, η, σπερματοζητιάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified