Further tags

Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.

  1. Υποκριτες και προδότες πολιτικοί μαζί με ταυραμπαδες γενειοφόρους κρατούν με προσωπική έπαρση και διαβολικά βλέμματα μεταξύ τους την εικόνα της Παναγίας!!! Αυτοί που αιώνες τώρα γεμίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς τους με βάση το.....ψέμα τους,εις βάρος των ανθρώπων που με τον μόχθο τους προσπαθούν να χτίσουν κοινωνία με .....ιδανικά. (Φέισμπουκ).
  2. τα μοναστήρια στην Πόλη, τα γεμάτα από ταυραμπάδες που τα έξυναν ψέλνοντας αντί να πολεμούν στα τείχη. (Φόρουμ).
  3. μακρά από τσ'. εκκλησές και τσι. ταυραμπάδες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που ο κορμός του σώματός του σχηματίζει μια ανάποδη πυραμίδα.

Είναι ανάποδη πυραμίδα, έχει το τέλειο σώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που το σώμα του στον κορμό σχηματίζει ανάποδο τρίγωνο.

Έχει κάνει φοβερό σώμα, είναι τριγωνικός!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που το σώμα του είναι σαν σμιλεμένο από γλύπτη.

Πού να ανταγωνιστείς εσύ τώρα τον σμιλεμένο στην παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος σωματαράς που είναι σαν να έχει συμπληρωθεί το σώμα του, ενίοτε και με συμπληρώματα διατροφής.

Κυκλοφορούσε με έναν συμπληρωμένο στο νησί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.

Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διαθέτων απολλώνια κορμάρα, δηλαδή ο γυμνασμένος, ο σμιλεμένος.

Τι να κλάσεις κι εσύ με τον απολλώνιο για τον οποίο σου λέει να μην ανησυχείς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.

Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.

Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται στο γυμναστήριο, για να φτιάξει σώμα.

  1. Αν είσαι ο τύπος ο γυμναστηριακός, αυτός που προσέχει τη διατροφή του και το fitness είναι μονόδρομος, μονόδρομος είναι και το Garden Bar. (Φέισμπουκ).
  2. Όλη η αλήθεια για τους γυμναστηριακούς και τις παραλίες. (Τικ Τοκ).
  3. Πώς βιώνει ένας γυμναστηριακός την αποχή του από τον φυσικό του χώρο. (Ratpack).

Got a better definition? Add it!

Published