Ο καλοδιατηρημένος και κοτσονάτος ηλικιωμένος, ο λεβεντόγερος, εκ του λεβέντης και πουρό (<ρομανί phuro= γέρος).

  1. Από λεβεντοτεκνό έγινε λεβεντοπουρό. Τελικά σ αυτη τη χώρα όλοι απ το στούντιο του Προέδρου ξεκινήσανε καριέρα. (Περί Δημήτρη Στρατούλη εδώ).
  2. Κάνεις αρπαχτές με το πεθερό το λεβεντοπουρό, παίρνεις αλλα μπρατσέτα τη θεούσα τη πεθερά στην εκκλησία. (Από το zoo.gr)
  3. Τα θέλει ο ποπός σου μου φαίνεται.... Ασε το Πιερ τον πισωγλέντη και ρίχτα στο πεθερό το λεβεντοπουρό.

Mickey RourkeΤο πουρό έχει και τα όριά του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γοητευτικός κομψευόμενος άνδρας στα καλιαρντά.

Μπαίνω στο ίντερνετ και διαπιστώνω πως οι μισοί από τους τζιναβωτούς ζητάνε sadomazo παιχνίδια και ψάχνονται, επειδή ντρέπονται να τα αναζητήσουν στα φανερά. Κουλό έτσι;
Οι φίλες μου ανησυχούν για μένα και το θλιβερό είναι πως δεν σκέπτονται ποτέ ότι ο γκούρμπαντος, ήρεμος ευγενικός δανδής, που πίνει το ποτό του χαλαρά απέναντι τους στο bar, είναι ένας εν δυνάμει πολύ πιο επικίνδυνος τύπος, αφού ποτέ του δεν έχει εκφράσει την βία που το sex εμπεριέχει σαν έννοια στα φανερά. Αν δεν είναι αυτό κουλό... τότι τι είναι;

Γιατί του να είναι ο σκλάβος μου στα τέσσερα, με ένα φίμωτρο στο στόμα, τρώγοντας από ένα μπολάκι σκύλου, θεωρείται μεγαλύτερη υποβίβαση της αξιοπρεπείας, από τις ανυπόφορες ζήλιες ενός νταλκαρέτεκνου εραστή και από τα θλιβερά κλαψουρίσματα του στο τηλέφωνο μου την νύχτα και από την υποχρέωση μου να βγω απαραίτητα έξω μαζί του το Σαββατόβραδο ή να μη ξενοκοιτάξω ποτέ, γιατί ο καρα-vanillas μου θα πάθει ένα εγκεφαλικό ντελίριο μικροαστικής εμμηνόπαυσης; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από το μπόντι που σημαίνει σώμα και το μεγεθυντικό καρα-, είναι η κορμάρα, η σωματάρα, ήτοι το γυμνασμένο λατσότεκνο στα καλιαρντά. Μοιάζει παρεμπίπταμπλυ και με το μποντέος / μπονταίος.

  1. «Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη απ' το ερωτικότερο τρεμόζουμο». (Δήλωση του Ηλία Πετρόπουλου για την ερωτική πόλη αποκατέ).

  2. Η καραμποντού θέλει καραμποντού και όλα τα άλλα εγώ τα ακούω βερεσέ. Και καλά κάνει, δηλαδή, δεν το παρεξηγώ καθόλου. [...]
    Το κακό με τις καραμποντούδες, όμως, είναι που είναι και προκλητικές! Με τον πλέον φυσικό τρόπο, σου λένε ότι δήθεν σαβουριάζουν τα πάντα και ότι ποτέ μα ποτέ δεν πήραν στη ζωή τους ούτε μια πρωτεινη. Καλά τώρα… και όλοι εμείς, που έχει σιχαθεί η ψυχή μας το ψητό με τα λαχανικά και πάμε και στα γυμναστήρια, γιατί ντρεπόμαστε να βγούμε στις πλαζ; Που μια φορά πήγα στα βαθιά σε ένα νησί του Αιγαίου κι έκανα τον ξερό και να ‘σου έρχεται μια τουρκική ακταιωρός, κατεβαίνουν κάτι κομμάντα και μου έβαλαν μια σημαία στο κεφάλι! Με είχαν περάσει για βραχονησίδα. Των Ιμίων κόντεψε να γίνει! (Καραμποντούδες ή περί ματαιότητος).

  3. - Καλέ, εκείνη η τσαούσα που έρχεται τις Κυριακές και θέλει μιζ αν πλι η τσουράπω…που τα είχε με εκείνη την καραμποντού από το γυμναστήριο απέναντι.
    - Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαροτεκνό. (Αποκατέ).

  4. Λατσάβελες καραμποντού στο πρεζαντέ. (Από )

(από Khan, 12/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Θηλυκό εξαιρετικής ασχήμιας που η ακαλαισθησία της αγγίζει την γελοιότητα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «μούντζα» που εκτός από τη γνωστή χειρονομία δηλώνει σπανιότερα το γυναικείο γεννητικό όργανο (βλ. μουνί) και τη λέξη «σχήμα» προερχόμενο απ το ιερατικό σχήμα, που όποιος το ακολουθήσει, υποχρεώνεται να φορά ιερατικά άμφια. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει τη γυναίκα που είναι σαν να έχει ένα επιπλέον αιδοίο στο πρόσωπό της.

- Ωραίο μουνάκι η Λυδία... Της τον ρίχνω άνετα.
- Τι λες ρε μαλάκα! Προτιμώ την προγιαγιά μου απ' αυτή τη μουντζόσχημη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός στα καλιαρντά. Μάλλον εκ του baro που σημαίνει μεγάλος στα Ρομανί. Βλ. οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά και εδώ. Πρβλ. και μπαλόμπα.

Είχα, φαίνεται, την κλίση, μ’ έβαλε χέρι κι ο μπαλός, ο άχαλος και μου έγινε χούι. Με κατάστρεψε το τομάρι. Απ’ το Θεό να το βρει, ο κωλόγερος. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λατσός < lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί και του τεκνό, σημαίνει το όμορφο τεκνό στα καλιαρντά, cet objet λουτσί du désir.

Μα ο Ρουβας!Απ'αυτον δεν αρχισε η κουβεντα;;;
Ενα φιλοδοξο αμορφωτο λατσοτεκνο ητανε απο τη Κερκυρα που επαιζε(ποικιλοτροπως) με τους μανατζεραιους και τον κρατησανε στα πραγματα 18 χρονια-και το παινευεται κιολας..ουσιαστικα ομως η ολη ιστορια που λεγεται «Ρουβας» ειναι: 70% μανατζεραιοι, P.R. και media τζερτζελεδες, 25% εμφανιση κοιλιακοι κουνηματα, και 5% φωνη...
(pisoglendis-pisoglendis.blogspot.com).

Το τέκνο της Μαριάννας Λάτση είναι κυριολεκτικά λατσότεκνο. (από Khan, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά (και διεκπεραιωτικά, μπας και διαβάζει κανείς διαφορετικής κουλτούρας):

(Σαν επίθετο –ος –α -ο): Ό,τι τοποθετείται επάνω στον τάφο/ό,τι γίνεται στον τάφο κατά την ταφή/η εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή (αλλά και τμήμα της).

(Σαν ουσιαστικό): Το άμφιο με την εικόνα της κήδευσης του Χριστού/το ειδικό κουβούκλιο που κάργα ανθοστολισμένο φέρει αυτό το άμφιο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και περιφέρεται αργά στους δρόμους των κατά τόπους εκκλησιαστικών ενοριών ακολουθούμενο από λιβανίζοντες ιερείς, νεαρές παρθένες που ψάλλουν και από πλήθος πιστών με αναμμένα κεράκια στα χέρια (αλλά και η ίδια η περιφορά).

Παίζουν σαν παρομοιώσεις:

1. Η έκφραση Πιο αργός κι από Επιτάφιο κι οι σχετικές τονίζουν το υπερβολικά αργό της κίνησης, δράσης κάποιου. βλ. σχ. του Khan, βλ. σχ. του electron, κι εδώ.

Συνώνυμα: πιο αργά από την καθυστέρηση, πιο αργός κι από ριπλέι βλ. σχ. του allivegp, πιο αργός κι απ' τον θάνατο.

2. Οι εκφράσεις Στολισμένη/Ντυμένη σαν Επιτάφιος τονίζουν το υπερβολικό (που αγγίζει το κιτς) της εμφάνισης (συνήθως) κάποιας βλ. πχ του Hodjas.

Σχετικά τα: Ντύθηκε ρεβεγιόν/Χόλυγουντ/ υπερπαραγωγή.

3. Οι εκφράσεις Μυρίζει Επιτάφιο» κι οι σχετικές (και σαν σφόλια) τονίζουν το υπερβολικά έντονο και βαρύ του αρώματος που φορά κάποιος.

Συνώνυμα: Μυρίζει/βρωμά θυμίαμα/λιβάνι/ πατσουλί.

4. Λέγεται απαξιωτικά για κτίρια, κατασκευές, οχήματα και ο,τιδήποτε μπορεί να στολιστεί/διακοσμηθεί και ειδικότερα να φωτιστεί, σημαίνοντας ότι ο διακοσμητής το παράχεσε.

Συνώνυμα: Το ‘κανε λατέρνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Πιο σλανγκικά σημαίνει:

5. Αυτόν που με τις αυθαίρετες ενέργειές του βάζει οριστικό τέλος (ταφόπλακα – επιτάφιο λίθο) στις ελπίδες κάποιου άλλου να πετύχει κάτι.

6. Κίναιδος συνοδευόμενος από ωραία και καλοντυμένα τεκνά, (sic απ’ τa Πετροπούλεια «Καλιαρντά»)

7. Κουστωδία του καθηγητή ή διευθυντή κλινικής με τους επιμελητές, βοηθούς και λοιπούς κομπάρσους που βγαίνουν μπουλουκοειδώς για ιατρική επίσκεψη, έτσι που να υποβάλλεται η εντύπωση φανταχτερής, μεγαλόπρεπης και υψηλής επιστήμης (sic από το Ν. Παπαγιάννη στa Πετροπούλεια «Καλιαρντά» αναφερόμενο σε ιατρικά σινάφια, σχολιάζοντας την ομοιότητα με το 6.).

Δεν αποκλείω καθόλου το να χρησιμοποιείται και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις.

8. Οποιαδήποτε συγκέντρωση ατόμων σε πορεία (κυρίως διεκδικητική - συνδικαλιστική) που της λείπει ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχέδιος παλμός κι η συνεπακόλουθη ζωντάνια. Με ειλικρινή κι άπειρη τρυφερότητα (έχοντας πλήρη συνείδηση, δέος και –γιατί όχι;- φόβο του τι επέρχεται σε όλους μας) σχολιάζονται έτσι οι πορείες συνταξιούχων.

Σε λοιπές περιπτώσεις αποτελεί απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό και μομφή.

  1. (σημασία 1) «…ρε μάγκες, μπαίνω στο ίντερνετ αυτήν την στιγμή με το κινητό μου σαν μόντεμ, και το πρόγραμμα 1 ευρώ τη μέρα... βολεύει (οικονομικά τουλάχιστον) το προγραμματάκι…., γιατί πραγματικά είναι απεριόριστο, όμως, οι ταχύτητες ρε παιδιά... πολύ επιτάφιος...»

  2. (σημασία 1, επίσης) «…Τώρα πάντως, για να τα λέμε όλα, και αυτός Ζ… δεν έχει το Θεό του. Η ομάδα - απόντος του Γ… - παίζει χωρίς άκρα και αυτός θέλει λέει να του πάρουν βαρύ φορ και «δεκάρι». Να γίνει δηλαδή η ομάδα από αργή, επιτάφιος…»

  3. (σημασία 3) «…Θα προτιμήσω κάτι σε άοσμο BALM λόγω ευαίσθητης επιδερμίδας, αλλά και λόγω του ότι δεν θέλω η κολόνια μου να μπερδεύεται με το άρωμα του after shave και μετά να μυρίζω σαν επιτάφιος…»

  4. (σημασία 4) «…Έχει γεμίσει ledάκια παντού, και από κάτω από το αμάξωμα αυτές τις φωτεινές ράβδους μπλε και φουξ. Δεν σας λέω τίποτα. Επιτάφιος σκέτος. Ο περίγελος της πόλης...»

  5. (σημασία 5) «..Επιτάφιος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε στον Π… Κ… Ελλαδίτης καθηγητής διαιτησίας για την εμφάνιση που έκανε πρόσφατα διαιτητεύοντας παιχνίδι του ΠΑΟΚ στην Τούμπα…»

  6. (σημασία 5, επίσης) «…Όμως αυτή τη φορά ο Π… Κ… έγινε στην κυριολεξία ο Επιτάφιος της Σαλαμίνας, θάβοντας κάθε προσπάθεια της Βαρωσιώτικης ομάδας για διάκριση στη φετινή χρονιά…» (όλα απ' το δίχτυ)

  7. (για τις σημασίες 6 & 7) Βλ. μήδια (ό,τι πιο κοντινό βρήκα στο δίχτυ)

  8. (σημασία 8) «…Σε τι ωφελεί λοιπόν αυτός ο επιτάφιος; (αναφέρεται σε άριστα περιφρουρούμενη πορεία) Να θυμόμαστε πως ίσως κάποια μέρα έρθει η ανάσταση; Να τιμούμε το σώμα των εργατών που κρεμάστηκε με τα καρφιά του μνημονίου; Να κουβαλάμε για λίγο στο σταυρό όλοι μαζί όπως κάνουν σε κάποιες χώρες στη θρησκευτική ιεροτελεστία της σταύρωσης για να εκστασιαζόμαστε (μη πω καμιά άλλη λέξη) ένα τέταρτο και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα;…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ευτραφής, η χοντρή.

Κοίτα μια μπαλόμπα!

παλόμπα μποκιού (από perkins, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified