Ο ωραιοπαθής.

Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:

  • Το φέρον ακόρεστον λιβιδινικόν πάθος νεαρό ψωλοκόριτσο.
  • Το έλασσον τσουτσούνιον, ουχί απαραιτήτως το παιδικόν τοιαύτον.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης

2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην ιατρική αργκό, είναι ο ασθενής που πάσχει από κυάνωση και την έχει στρουμφίσει, δηλαδή έχει φτάσει σε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν σημείο στρουμφ.

  2. Στην κλασική αργκό, βέβαια, στρουμφάκι είναι ο αστυνομικός λόγω της μπλε στολής. Πρβλ. στρουμφάκια, παπαστρούμφ, στρουμφίτα, στρουμφοχωριό.

  1. - Πώς πήγε το απόγευμά σου γιατρέ μου;
    - Καλά πήγαινε μέχρι που έσκασε μύτη ένα στρουμφάκι.
    - Μη συνεχίζεις γιατρέ μου, κατάλαβα. Πούτσες μπλε! Ένας Δρακουμέλ μας χρειάζεται...

  2. Social time ακρως ικανοποιητικο,καμια σχεση με τις τουρίστριες..... Βέβαια τα στρουμφάκια έπιασαν αυτή ενώ άλλες ανατολικές αλωνίζουν.
    (εδώ)

Νεογνό πάσχον από σύνδρομο Στρουμφ (από Khan, 28/09/10)(από Khan, 04/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουλούκος. Ηχοποίητη λέξη που φαίνεται τρυφερή μόνο σ' αυτήν (-ον για λούγκρα) που την λέει, ή μάλλον, διόρθωση, σ' αυτόν που την ακούει, γιατί κι αυτή που την λέει, τον κοροϊδεύει από μέσα της.

Άδωνις Γεωργιάδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός ή ο υπερβολικά αδύνατος που λόγω κόμπλεξ του αρέσει να φωνάζει και να ορθώνει το ανάστημά του αλλά ωστόσο είναι άνθρωπος της καρπαζιάς.

- Τι σκούζει ο μαλάκας ο κοκαλιάρης; Θα φάει καμιά ανάστροφη και θα προσγειωθεί στο σπίτι του σε dt.
- Ε τον τσιτσίκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θηλυπρεπούς αρσενικού.
Ο όρος προέρχεται από τον παγκοσμίας(;) φήμης(;;) στυλίστα(;;;;;) Λάκη Γαβαλά.

Κύρια γνωρίσματα του εν λόγω ατόμου:

  • Αβρότητα τρόπων, χειρονομιών και ομιλίας.
  • Άποψη επί παντός θέματος με επικρατέστερη τη δική του.
  • Ακαθόριστο επάγγελμα του τύπου «άνθρωπος της μόδας» και συναφών χαρακτηρισμών (ακριβής ανατύπωση της διαδικτυακής σελίδας του κ. Λάκη Γαβαλά).
  • Ιδιάζουσα ενδυματολογική άποψη με προτίμηση στις ζαρτιέρες. Επίσης η γενικότερη αμφίεση θυμίζει πουλί (φτερά και πούπουλα).
  • Θαμώνας του πολυβασανισμένου νησιού της Μυκόνου (πρόσφατα στον κ. Γαβαλά εδόθη επίσημα εν μέσω πανηγυρισμών, ο τίτλος «αδερφή του Πέτρου», δηλαδή του ετέρου πτηνού που κατοικεί στη Μύκονο).
  • Μεγάλος κύκλος γνωριμιών με περσόνες διεθνούς φήμης (Έφη Θώδη, Βέρα Λάμπρου, Ελένη Λουκά, Ελεονόρα Μελέτη κ.ο.κ) που ασκούν και συναφές επάγγελμα: ακαθόριστο. Οπότε υμνούν ο ένας τη «δουλειά» του άλλου.
  • Εξαιρετικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να νομίζει ότι είναι χρήσιμος στην ανθρωπότητα και χωρίς αυτόν θα έλθει η συντέλεια (παρεμπιπτόντως, στο μυαλό του η «συντέλεια» είναι η Άντζελα Δημητρίου ντυμένη σε αποχρώσεις Ροζ σηθρού).
  • Όταν βρεθεί πλησίον ατόμου με ίδια γνωρίσματα, συγχύζεται αλλάζοντας πολλαπλά χρώματα με επικρατέστερο το πράσινο (παρεμπιπτόντως, το κανονικό του χρώμα είναι το σκατουλί του σολάριουμ).

Επικρατέστερη μέθοδος αντιμετώπισης των εν λόγω ατόμων, είναι η πλήρης αποφυγή οιασδήποτε συναναστροφής του ιδίου ή του κοινωνικού του κύκλου. Επαφές, έστω και σε μικρές δόσεις, μπορούν να αποβούν μοιραίες, με μεγαλύτερη παρενέργεια την έντονη επιθυμία για οριστική μετακόμιση στη Μύκονο (Βόρεια).

γαβαλάκης

Το όνειρο κάθε γαβαλάκη,
είναι να γίνει Βουγιουκλάκη…

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified