Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλοδιατηρημένος και κοτσονάτος ηλικιωμένος, ο λεβεντόγερος, εκ του λεβέντης και πουρό (<ρομανί phuro= γέρος).

  1. Από λεβεντοτεκνό έγινε λεβεντοπουρό. Τελικά σ αυτη τη χώρα όλοι απ το στούντιο του Προέδρου ξεκινήσανε καριέρα. (Περί Δημήτρη Στρατούλη εδώ).
  2. Κάνεις αρπαχτές με το πεθερό το λεβεντοπουρό, παίρνεις αλλα μπρατσέτα τη θεούσα τη πεθερά στην εκκλησία. (Από το zoo.gr)
  3. Τα θέλει ο ποπός σου μου φαίνεται.... Ασε το Πιερ τον πισωγλέντη και ρίχτα στο πεθερό το λεβεντοπουρό.

Mickey RourkeΤο πουρό έχει και τα όριά του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποιος είναι ετυμολογικώς ο γεροξούρας;

Βρίσκονται δύο εκδοχές στο ιντερνέτι:

α) Εκ του ἔξωρος < ἐκἔξω) + ὥρα, δηλαδή ο παράκαιρος, αυτός που είναι έξω από την ώρα του. Θυμίζουμε ότι στα αρχαία ελληνικά ο ωραίος είναι αυτός που είναι στην ώρα του, δηλαδή ο νέος, αυτός που είναι στην ώρα της ακμής, της θαλερότητας και του φυσικού του κάλλους, ή εν πάση περιπτώσει οποιοσδήποτε κάνει κάτι στην ώρα που πρέπει και όχι σε λάθος ώρα. Οπότε ο ἔξωρος είναι ακριβώς αυτός που κάνει κάτι σε λάθος ώρα. Ο γεροξούρας, λοιπόν, είναι, κατ' αυτήν την εκδοχή, αυτός που κάνει πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία του, λ.χ. νεάζει, θέλει γεροντοκαψούρες, είναι γεροντότεκνο, γεροντομαλλιάς πουρόκερ κ.ο.κ. Η εκδοχή αυτή μοιάζει με πορτοκαλισμό, πάντως την βρίσκω εδώ, όπου ο γεροξούρας συσχετίζεται με το ρήμα εξωραΐζω, καθώς και στη Βικούλα και τη Livepedia.

β) Από την ξούρα, δηλαδή το ξύρισμα. Επειδή και καλά παλιότερα ξυρίζονταν οι νέοι, ενώ οι πρεσβύτεροι άφηναν γένια για να τους προσδίδουν κύρος, οπότε ο γεροξούρας είναι ο γέρος που προσπαθεί να νεάσει με το να ξυρίζεται χάνοντας όμως το κύρος του (δες ρεμπέτικο γλωσσάρι).

Δεν ξέρω τι συνέβη, αν είναι σωστή η πρώτη εκδοχή στην οποία ήρθε να προστεθεί η δεύτερη παρετυμολογικά από την ξούρα, ή αν η πρώτη είναι πορτοκαλισμός. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική σημασία φαίνεται να είναι ο νεάζων και κομψευόμενος γέρος, το γεροντότεκνο που μπορεί να είναι και γεροντοκαψούρης. Σήμερα έχει πάντως αποκτήσει, όπως δείχνει και ο άλλος ορισμός, τη σημασία του τσαντίλα γέρου, του γεροπαράξενου, του σκατόγερου, του φλύαρου, κουτσομπόλη γέρου, του γέρου που αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία και βρίζει την εποχή του. Δες και παραδείγματα για γλαφυρές περιγραφές.

Πάσα (Δ.Π.): Galadriel.

  1. Ορισμός του Mikeius εδώ: Γεροξούρας
    Ο κλασικός. Η πιο ευδιάκριτη από τις συνομοταξίες γέρων, ο γεροξούρας είναι ο τυπικός ημι-σαλεμένος στριμμένος καργιόλης γέρος! Συνήθως δούλευε ως αγρότης, ψαράς ή οινοπαραγωγός μικρού διαμετρήματος σε χωριά και ως χτίστης, ηλεκτρολόγος ή θυρωρός στην πόλη. Πλέον απαντάται στη βεράντα του, καθισμένος σε άσπρη πλαστική καρέκλα γύφτου ή σε δυο ψάθινες καρέκλες ταβέρνας (κώλος-πόδια). Η βεράντα βρίσκεται σε κομβικό σημείο του χωριού και καλύπτεται από πυκνή βλάστηση, η οποία προέρχεται από τα 2 εκατομμύρια γλάστρες με βασιλικό και κάρδαμο, καθώς κι από την κρεβατίνα από κληματαριά. Η βλάστηση είναι απαραίτητη για την κατασκοπευτική ζωή του γεροξούρα και δρα τόσο σαν καμουφλάζ, όσο και σαν σκοπό ζωής, καθώς αντικαθιστά τα παιδιά που δεν είχε ποτέ. Οπλισμένος μονίμως με μια μυγοσκοτώστρα, ο γεροξούρας γκρινιάζει επί παντός επιστητού. [...] Ο γεροξούρας έχει την τάση να χώνει τη μύτη του παντού. Θα κάνει παρατήρηση στα «κωλόπαιδα» να «φύγουν απ' το χωράφι» ακόμα κι αν το χωράφι δεν είναι δικό του.
    Ρουχισμός: Άσπρο τιραντέ φανελάκι μάρκας Palco ή από κάποια ελληνική βιομηχανία στην Καστοριά που έχει κατεβάσει ρολά, κουραδί υφασμάτινο παντελόνι που φτάνει μέχρι το στήθος με το φανελάκι από μέσα, δερμάτινη μαύρη ζώνη και από κάτω πλαστική καφέ παντόφλα «Πανερόπουλος» του χωραφιού. Κουπ: βασιλόφρονη γλιτσο-χωρίστρα, την οποία φροντίζει με την τσατσάρα που μονίμως βρίσκεται δίπλα στη μυγοσκοτώστρα.
    Αγαπημένες ατάκες: «Ουστ!», «Ασσστεεεάααλο» καθώς και οποιαδήποτε παρατήρηση περιλαμβάνει τη λέξη «εκεί»: «Εσύ εκεί!», «Φύγε από κει!», «Τι κάνεις εκεί;», «Άμα έρθω από κει....».
    Χαρακτηριστικό πρώην επάγγελμα: Σχολικός επιστάτης.
    Πώς θα τον εντοπίσετε: Δε χρειάζεται. Θα σας εντοπίσει αυτός. Απλά κάντε ότι πετάτε μια πέτρα σε ένα τζάμι. Ακόμα κι αν βρίσκεστε στην έρημο Γκόμπι και είστε βέβαιοι ότι δε σας βλέπει κανείς, τσουπ! Σε ντε τε ο γεροξούρας θα πεταχτεί απ' το πουθενά φωνάζοντας: «Ε! Τι κανείς εκεί;;;». Στο χωριό, σε περίπτωση που λείπει απ' τη βεράντα, μην πάτε στο καφενείο. Ελέγξτε για μια σκιώδη φιγούρα πίσω από τις κουρτίνες του παραθύρου που βρίσκεται διπλά στην εξώπορτα: είναι ο γεροξούρας σε stealth mode. Στην πόλη, είναι αυτός που θα ποδοπατήσει την έγκυο γυναίκα, τον ακρωτηριασμένο τυφλό και την 90αχρονη καλόγρια για να προλάβει την άδεια θέση στο λεωφορείο.
    Υποδείγματα γεροξούρα: Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Μαθουσαλίξ, Αλέξης Κούγιας (ανερχόμενο μέλος).

2. Ο Ραλφ Γουόλντο Εμερσον είχε κάποτε γράψει ότι «κάθε ήρωας καταντά στο τέλος ένας γεροξούρας». Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ τον διαψεύδει απολύτως.

3. Ο Ψαθάς, πίστευε ότι και οι Beatles και οι Rolling Stones , ήταν άπλυτοι και ψειριάρηδες. Εκτόξευε μάλιστα τόσο συχνά, εναντίον κάθε τι νεανικού, τη λάσπη του, ώστε να καταγραφεί στην ιστορία, σαν ο κομπλεξικός γεροξούρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πουρό & πιπίνι.

Κοντροβέρσιαλ και οξύμωρη σύνθετη λέξη που επιφανειακά τουλάχιστον δημιουργεί μεγάλης έκτασης κοντράστ, μιας και η λέξη πουρό αντιπροσωπεύει την ωριμότητα, το σίτεμα, το πατσούριασμα κτλ. σε αντιδιαστολή με την λέξη πιπίνι, που αντιπροσωπεύει την νεανικότητα και το σφρίγος του νεαρού θηλυκού ή αρσενικού γκομενακίου.

Κυριολεκτικά θα ήταν αδύνατον να συμπορευτεί η έννοια της πουροσύνης και της πιπινοσύνης εις το ίδιο πρόσωπον. Αν και θα μπορούσε να σημαίνει την εμφάνιση των πρώτων πουροσημαδιών ή πουροενασχολήσεων, ρυτίδων, ωρίμασης σε ένα νεαρό ή σχετικά νεαρό άτομο. Ωστόσο μεταφορικώς η λέξη έχει μάλλον ειρωνικό και σχετικά κοροϊδευτικό/μειωτικό χαρακτήρα προς τον δέκτη, μιας και θέλει να τονίσει με δραματικό αλλά και υπερβολικό τρόπο αυτά τα μικρά και ασήμαντα σημάδια της ωρίμασης, με σκοπό κάτι που μπορεί να ποικίλλει από ένα απλό (αλλά συνήθως όχι ιδιαίτερα αθώο) πείραγμα μέχρι το να μειώσει τον δέκτη.

Συνηθισμένες ηλικίες για να χαρακτηριστεί κάποιος/α ως πουροπίπινο μπορεί να είναι συνήθως μετά τα 25, όπου το άτομο έχει απολέσει και το τελευταίο ψήγμα της όποιας αθωότητάς του και ίσως μέχρι την μετά-milf / προ-mature ηλικία. Συνηθισμένα χαρακτηριστικά και ενασχολήσεις του πουροπίπινου είναι η παρέα με αρκετά μικρότερα σε ηλικία άτομα, η εμμονή με την εφηβική ζωή και την ανεμελιά που αυτή συνεπάγεται, η παντελής έλλειψη οποιονδήποτε υποχρεώσεων, το κατ' επιλογήν ή και όχι ράφι κτλ.

- Πάλι χώρισε η Εύα, την είδα να ξενυχτάει και να τα πίνει με κάτι πιτσιρίκες φίλες της στο Γκάζι. Και μας το έπαιζε φουλ ερωτευμένη με τον τύπο. Τον έστειλε κι αυτόν.
- Άσε ρε με το πουροπίπινο, αυτή αν δεν της τύχει ο Κλούνεϊ δεν παίζει να παντρευτεί.

(από Mpiliardakias, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).

Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.

Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.

Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ειναι μια παρεα 4-5 σ'ενα μπαρ και ψαχνουν για γκομενακια ρε παιδι μου. Γυρνανε απο δω, γυρνανε απο κει, τιποτα. Ξαφνικα σηκωνεται ενας και λεει «κουλ, αφηστε το πανω μου». Βγαζει απο την τσεπη του ενα μπουκαλι κακαο, πινει δυο γουλιες και ξαφνικα εμφανιζονται 2 βυζαρουδες 40αρες με ψιλοτακουνα, καθονται στα γονατα τους, τριβονται, μπλαμπλα, φικιφικι.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ ξερωγω, παλι τα ιδια. Ξηρασια. Σηκωνεται παλι ο τυπος, «το χω», βγαζει το μπουκαλι με το κακαο, πινει δυο γουλιες, σκανε μυτη 3 τυπισσες στα 35 τους, μινι φουστιτσα, ταγερακι, κυριλε αλλα σεξυ, καριεριστριες σκυλες σεξουλιαρες, τους πλησιαζουν, λενε δυο κουβεντες και καρφι στην τουαλετα για κινκι στιγμες.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ, πανε σ'ενα μπαρακι, τιποτα απο γυναικες. Κλασσικα σηκωνεται ο αλλος, βγαζει το κακαο, πινει και απο το πουθενα μια παρεα απο 40αρες τους πλησιαζει, τους χαϊδευει και τους παιρνει παραπερα να τους μαθει τα μυστικα του ερωτα. Αφου ανακτησουν τις δυναμεις τους, γυρναει ο ενας στον αλλο:
    -Ρε, τι πινει ο αλλος και ερχονται ολα αυτα;
    -Δεν ειδες;
    - Μιλφομπουκαλο.

2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!

  1. Λάνα, το... μιλφομπούκαλο.
    Το μισάωρο που περάσαμε στο δωμάτιο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι είναι ανάμεσα στο κορυφαία μιλφ που κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Η γυναίκα βάζει κάτω πολλά νεανικά μουνάκια που που νομίζουν ότι θα κάνουν να χύσεις μόνο με την ομορφιά τους. [...] Αν μάλιστα κρίνω από τα βογγητά και τον τρόπο που πίεζε το κεφάλι μου πρέπει να απόλαυσε το γλυφομούνι που της πρόσφερα (δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν ο πρώτος πελάτης της βάρδιας) και για «ευχαριστώ» ήρθε από πάνω μου, ήρθε στο πλάι, στήθηκε στα τέσσερα μέχρι να έρθει το τέλος σ' ένα ιεραποστολικό μόνο για... άθεους. Oσοι πιστοί προσέλθετε... (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και το μωρό, αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που προσπαθούν να νεάσουν, εν ανάγκη και με όσα μέσα προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Ο χαρακτηρισμός μπεμπέκα συχνά βγάζει κάτι σε ζουμπουρλού, σε νεοσιξτίλα, σε φάση μικροαστικίλας, Ελεεινίδας, κ.τ.ό., αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με καυλή έννοια. Για περισσότερα βλ. γεροντομπεμπέκα και κουμπαρομπεμπέκα.

1. Πολλά έχουν πεί για την Δέσποινα Βανδή. Στην ηλικία των 45 πλέον η τραγουδίστρια δεν έχει καμία ανάγκη να το παίξει μπεμπέκα.

2. «Δεν βλέπω καμία αλήθεια στη Μανωλίδου. Δεν βλέπω έναν αυθεντικό άνθρωπο. Βλέπω μια γυναίκα που παίζει πολύ το κοριτσάκι, την μπεμπέκα«

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπήρχε από παλιά με επιφανές παράδειγμα τη Δέσπω Διαμαντίδου στον ρόλο της κουμπαρομπεμπέκας στην ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) σε σκηνοθεσία- σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού, πλην διέρχεται αναβίωση στις μέρες μας κυρίως ως ένα θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού.

Εκ των κουμπάρα και μπεμπέκα το λεπόν προφάνουσλυ ετυμολογείται, οπότε μπορεί να σημάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

- Γυναίκα ευρισκόμενη στην ευαίσθητη ηλικία μεταξύ μιλφ και κούγκαρ (την οποία ηλικία δεν θα προσδιορίσουμε, άλλωστε η ψυχική ηλικία μετράει), η οποία καίτη (Γαρμπή) γεροντομπεμπέκα, ή μάλλον επειδή είναι γεροντομπεμπέκα, μπεμπεκίζει και προσπαθεί να δείχνει με την εμφάνισή της νεώτερη, για να ψαρεύει τεκνά, ή, έστω, κουγκαροθύματα.

- Γυναίκα που ως το θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού εκτίθεται υπερβολικά προσπαθώντας να προκαλέσει με την εμφάνισή της ώστε να προσελκύσει τα βλέμματα. Αν ζούσανε σ΄ άλλη εποχή, ο κλαρινογαμπρός θα παρίστατο βλαχοκομψευόμενος σε γάμους με κλαρίνα, ενώ η κουμπαρομπεμπέκα θα έτρεχε από γάμο σε γάμο για να πιάσει την ανθοδέσμη της νύφης. Σήμερα, απλώς περιδιαβαίνει τα νυφοπάζαρα, ή, μάλλον, τα κουμπαροπάζαρα νέας κοπής, διαδικτυακά, μουτσουνοτεφτερικά (copyright: dryhammer) ή παραλιακά.

- Στον χαρακτήρα της κουμπαρομπεμπέκας υπάρχει και η ζήλεια προς την πρωταγωνίστρια νύφη και ένας ορισμένος ιζνογκουντισμός που της βγαίνει σε μπίτσιασμα.

- Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ. Μαστ η δωδεκάποντη γόβα σκυλέτο και οι περίεργες κομμώσεις, για αναλυτική περιγραφή βλ. πρώτο παράδειγμα. Συναφώς γίνονται πού και πού διαδικτυακοί διαγωνισμοί για την καλύτερη κουμπαρομπεμπέκα, ανάλογοι αυτών για τον μεγαλύτερο κλαρινογαμπρό.

- Χαρακτηριστικό της είναι ότι σκάει μύτη παντού ντυμένη σαν να έχει πάει σε γάμο, ακόμη κι αν βγει το πρωί μέχρι το περίπτερο.

- Πρόκειται για Ελεεινίδα με νοοτροπία μικροαστικής μιζέριας με τα επίπεδα νυφουλίνης να έχουν χτυπήσει ταβάνι. Απώτερος σκοπός της η αποκατάστασή της ως καλοβλαμμένης μικροαστής ή μεγαλοαστής. Εκεί θα γίνει και η σχετική πάλη των φύλων, αν η κουμπαρομπεμπέκα θα τυλίξει τον κλαρινογαμπρό ή αν ο κλαρινογαμπρός θα βολέψει την κουμπαρομπεμπέκα και θα γίνει καπνός.

- Η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει κάτι το οικογενειακοδιαστροφικό τ. στην κουμπάρα και τη θεία το γαμήσι πάει ευθεία. Την φανταζόμαστε ως χαμηλοβλεπούτσα παπαδοξηλώτρα που καίτη σεμνυνόμενη τα οικογενειακά τάμπου δεν θα διστάσει να προβεί στις (νοερές ή σαρκικές) αιμομικτικές σχέσεις που επιβάλλει ο συμβιωτισμός της ελληνικής οικογένειας.

- Συναφώς μπορεί να είναι μία εκ πολλών απαντήσεων στο τσουβαλοειδές ερώτημα «γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;», οπότε εννοείται ότι οι νεποτιστικοί διορισμοί και άλλες χάρες σε κουμπαρομπεμπέκες μας έφεραν ως εδώ.

- Πλην η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει και κάτι πρόσχαρο από γυναίκα διπλανής πόρτας, νοικοκυρά, μιλφέιγ με την καυλή έννοια, τρε μαμισάμπλ.

Αλλά δεν περιγράφω άλλο, δίνω τον λόγο στα παραδείγματα, αφού αναφέρω το γουγλοτρίβιο ότι ως επιφανείς κουμπαρομπεμπέκες ο γούγλης δίνει, μετά την κουμπάρα όλων των κουμπάρων Δέσπω Διαμαντίδου, την Κατερίνα Καραβάτου, την Ευγενία Μανωλίδου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο.

1. Βέβαια δε θέλω να αδικήσω την εξελιγμένη μορφή της κουμπάρας. Κάτι σαν τα pokemon έχουν γίνει πια. Κάτω από τις 3 εξελίξεις δεν πέφτει. Την γνωρίσαμε ως κουμπάρα. Ψηλά high heels, τρέσσα μαζεμένη προς τα πάνω και πίσω με ένα γλαστράκι απ' τα δεξιά να φωτοσυνθέτει και ένα maxi ανθισμένο φόρεμα-συνέχεια του γλαστρακίου-δίχως ύφασμα από τον αφαλό και πάνω. Άμα έκανε δε σβούρα με τον κώτσο Αμαζονίου, θρηνούσαμε θύματα κι όλοι ρώταγαν «Από παθολογικά; Όχι από κουμπαριά».

Πλέον η κουμπάρα πήρε τα πάνω της και έγινε η γνωστή σε όλους μας Κουμπαρομπεμπέκα με τ' όνομα. Σου θυμίζει λίγο τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία με τον Αντωνάκη και το καπελάκι του να φεύγει; Όχι αδίκως. Παραμένει η κυρα-Ανακατωσούρα που θα σε βάλει να γίνεις οπίσθιο ξεύγλωτο. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι ντύνεται λατέρνα από το πρωί που θα ξυπνήσει, η τρέσσα πλέον έχει το μαλλί της καθώς όταν τη ρωτάς σου απαντά «Καλέ δικά μου είναι τα μαλλιά, εγώ τ' αγόρασα» και τρέχει από γάμο σε γάμο κάθε Κυριακή μετά τα βαφτίσια για να ψαρέψει όλους τους κλαρινογαμπρούς που της ξέφυγαν. Η κατάληξη, ίδια κάθε φορά: στις τουαλέτες να μετρά τα πλακάκια και αναρωτιέται αν θα βάλει τέτοιο στο σπίτι τους. Λίγο πριν αποφασίσει ο τύπουλας έχει γίνει ένα με αέριο που προέρχεται από την καύση αντικειμένων και δη ξερών: καπνός. Η μόνη τεράστια αλλαγή που θα παρατηρήσεις πάνω της θα 'ναι στη βαφή. Άκουσα ότι τσακώθηκε με την ντεκαπαζ και αν δε φτάσει η ρίζα στην ανακύκλωση δεν πάει να την στοκάρει.

Άμα τη δεις μην την πλησιάσεις. Είναι απελπισμένη για σεξ και γονιμοποιείται εύκολα. Πέτα της βελάκια από μακριά. ΠΡΟΣΟΧΗ! Φέρει μυστικό όπλο μαζί της που θα σε αντικρούσει στην εκτόξευση αντικειμένων. Το λεγόμενο μαλλί-τσάντα. Μέσα σ' αυτό θα βρεις κλειδιά, μακιγιάζ, κινητό, cosmpolitan, αντισυλληπτικά (γεμάτο κουτί) για να σε ψήσει ότι δε θέλει γάμους και τη θεία μου την Τούλα που τόλμησε να φορέσει τα ίδια με αυτήν μια Τετάρτη του Μάη.

2. Ένα κομμάτι φανουρόπιτα από τα χεράκια της Μαριέττας Χρουσαλά έτρωγε η Κατερίνα Καραβάτου ,όταν πήρε μια κορδέλα και την έδεσε στα μαλλιά της. Τότε, γύρισε η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και είπε στην Κατερίνα Καραβάτου: «Ξέρεις τι μου θυμίζεις; Μη θυμώσεις όμως. Μου θυμίζεις κουμπαρομεμπέκα».

3. Ο γάμος του Αντωνάκη και της Ανγκέλας με κουμπαρομπεμπέκα τον Βενιζέλο.

4. Εχουν χωρίσει ζευγάρια και ζευγάρια για τις φουσκάλες του. Διότι όταν μπαίνει ο Αντωνάκης μέσα στο σπίτι του, ποια βλέπει να πίνει καφέ με τη γυναίκα του, την Ελενίτσα; Την κουμπαρομπεμπέκα Δέσπω Διαμαντίδου βλέπει. Δεν βλέπει την Κέιτ Μός ούτε την Αρβελέρ. [...] Ομως οι γιαγιάδες είναι της σχολής «κουμπαρομπεμπέκα» και δεν θέλουν να βλέπουν μια ξυλάγγουρη μοντέλα, αμερικάνικο στυλ, να λέει κρυάδες. Καλή η Βίκυ, αλλά δεν γνωρίζει να λέει το φλιτζάνι. Οπότε, πάμε Μανωλίδου.

5. 6.000 μονάδες, αφού έχουμε δομήσει παρανοϊκά ομόλογα για να εισπραχθούν απίστευτες προμήθειες σε εξ αγχιστείας συγγενείς (γεια σου κουμπαρομπεμπέκα!)

6. Οταν ένας άνδρας τα φτιάχνει με την κουμπαρομπεμπέκα του αυτό λέγεται πουστιά, όταν μια γυναίκα κάνει το ίδιο με τον συμπέθερο/κουμπάρο/κολλητό αυτό λέγεται πουτανιά. Και όλα μαζί αν τα βάλεις σε ένα τσουβάλι, ανηθικότητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοπετσωμένη και ψιλοσπασμένη πλην καυλιάρα σαρανταφεύγα μιλφού. Το μουνί της μπορεί να έχει αρχίσει να πατινάρει, αλλά η μπογιά της ακόμα μισοπερνάει.

Χλευαστικά, η Ντάμα του αντιπάλου στο σκάκι. Συνώνυμο επίσης τση πουτάνας, σύμφωνα με τον σενσέι Ηλία Πετρόπουλο. Προσφιλής λέξη των Καρκαβίτσα και Τσιφόρου.

Πάσα: HODJAS, deinosavros και malakia (από Δ.Π.)

- Τωρα κολακευεσαι με την 15 χρονια μικροτερη σου που σε θελει ακομα και γαμπρο! Αμα η επομενη ειναι καμμια μισοτριβη ξερεις τι κουρελιασμα θα παθει η ψυχολογια σου ειδικα οταν θα βλεπεις πιπινια να τριγυρνανε γυρω σου;

- Εμάς τι μας ενδιαφέρει αν μια μισότριβη καλλιτέχνης άλλαξε γκόμενο;

- Μυξιάρης. Ζητάει ελεημοσύνη από μια μισότριβη καμπαρετζού με κυτταρίτιδα ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δεί την καλτσοδέτα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα της λέξης πατσούρα, δηλαδή η άσχημη γυναίκα κατά βάση πάνω από κάποια ηλικία (50+) η οποία ναι μεν βάφεται, πουδράρεται κτλ. αλλά το πρόσωπο ή σώμα της φαίνεται να κάνει ζάρες, το λεγόμενο πατσούριασμα...

Συνήθως γίνεται ευδιάκριτο τα καλοκαίρια που η πατσούρω βγαίνει στην έισοδο του σπιτιού της για να σκουπίσει και με την παλλινδρομική αυτή κίνηση του σκουπίσματος αναδεικνύονται τα ψεγάδια, τα πατσουριάσματα.

Φήμες αναφέρουν ότι αυτή η λέξη πολυχρησιμοποιήθηκε από οικοδόμους στο Κερατσίνι. Πραγματικά ένα ακόμα ιδίωμα απείρου κάλλους!

- Πώς την βλέπεις την κυρά Σούλα μάστορα;
- Έλα μωρέ πώς να την βλέπω , την πατσούρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified