Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.
Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.
Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι και κρίντζυ, προκαλώντας ετεροντροπή που λέμε και στο χωριό μου, αλλά είναι και creepy. Χρησιμοποιείται κυρίως στο dating για άντρα ο οποίος κάνει μια γυναίκα να νιώσει άσχημα (να κριντζάρει), αλλά της φαίνεται και οριακά επικίνδυνος, τύπου κρίπουλας, και για αυτό τον θενκγιουνεξτάρει με συνοπτικές διαδικασίες.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθεί να σε αποτρέψει από το να καταναλώσεις ένα συγκεκριμένο προϊόν με το επιχείρημα ότι είναι ανήθικο. Επιτελεί δηλαδή τον αντίθετο ρόλο από τον ίνφλουενσερ.
Μας τα έχει κάνει τσουρέκια ο ντείνφλουενσερ με το διαρκές virtue-signalling του.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό cyber-dyke, σημαίνει τη λεσβία, η οποία έχει έντονη δραστηριότητα στο διαδίκτυο, ως ίνφλουενσερ, ΛΟΑΤΚΙ ακτιβίστρια και trend-setter ή και ως δραστήρια σε online-dating. Για την ετυμολογία της λέξης dyke δες εδώ.
Είναι σελεμπριτόνι του Φέισμπουκ ως σάιμπερ ντάικ.
Got a better definition? Add it!
Φαντασίωση παραδοσιακών (traditional στα αγγλικά, τραντ στα κομμέ) για μια γυναίκα η οποία θα τηρεί τα κλασικά πατριαρχικά στερεότυπα, ήτοι να κάνει οικιακές δουλειές, να έχει σεμνή εμφάνιση, να είναι χαμηλοβλεπούσα ή κατ' ελπήδα χαμηλοβλεπούτσα στη λογική reject modernity- embrace tradition. Χρησιμοποιείται στους ιδεολογικούς πολέμους των συντηρητικών ενάντια στη woke κουλτούρα. Από το αγγλικό trad wife. Χρησιμοποιείται και ως αυτοπροσδιορισμός από γυναίκες pick me με εσωτερικευμένη πατριαρχία, οι οποίες προβάλλουν τον παραδοσιακό τους ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να προτιμηθούν αυτές και οι αξίες τους.
Θέλω μια τραντ γουάιφ που να μην έχει γκέι ως καλύτερο φίλο, να μην έχει τατουάζ, να μην είναι πολιάμορους, ε, και να σιδερώνει και κάνα πουκάμισο. Ζητάω πολλά;
Got a better definition? Add it!
Ο παραδοσιακός και συντηρητικός εκ του αγγλικού traditional. Χρησιμοποιείται πολύ στα διαδικτυακά μιμίδια ως αντίθετο αυτών που ανήκουν στη woke κουλτούρα.
Οι τραντ αντεπιτίθενται.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.
Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς το Ντελούλου από το αγγλικό delusional, σημαίνει αυτόν που έχει παραισθήσεις.
Είναι τελείως ντελού, νομίζει ότι τα έχει με τον Ρουβά.
Got a better definition? Add it!
Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.
Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.
Got a better definition? Add it!