Further tags

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Το μπουρδέλο, ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.

- Ρε φίλε, γιατί βγαίνουν συνέχεια ζευγαράκια από κείνο το ξενοδοχείο;
- Είναι γνωστός γαμιστρώνας, δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που προέρχεται σημασιολογικά από γνωστό μήνυμα κινητού τηλεφώνου και σημαίνει τον χώρο στον οποίο υπάρχει πλειάδα ανδρών έτοιμων για όλα.

-Πάμε στο club που σου λέω. Είναι σκέτος ανθισμένος αρχιδόκαμπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλόμπαρο, το μπαρ δηλαδή που εργάζονται ιερόδουλες.

-Θα 'ρθει και ο Γιάννης μαζί μας το βράδυ. -Άντε επιτέλους, μήπως βρει και καμιά κοπέλα γιατί έχει κάνει το κωλάδικο της γειτονιάς δεύτερο σπίτι του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γωνία.

- Έβαλε μια γκολάρα, η μπάλλα καρφώθηκε εκεί που γαμιένται οι αράχνες.

Cunning spider (από Vrastaman, 29/03/09)Στη γωνία! (από Vrastaman, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.

Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος το οποίο μαγνητίζει τον γυναικείο πληθυσμό ή που συχνάζουν πολλά κορίτσια.

Καλά... πήγα χθες σε ένα club... σκέτη μουνοπαγίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος στο οποίο συχνάζουν gay.

Χρησιμοποιείται για gay club - bar - cafe.

Συνάντησα τον x σε ένα πουστράδικο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ντεκολτέ που φανερώνει πληθωρικό στήθος, το αντίθετο του αβυζαλέου.

Ενώ την είχαμε συνηθίσει με φόρμες και τζιν, στο πάρτι φορούσε ένα φοβερό φόρεμα με σκίσιμο από πίσω κι ένα ντεκολτέ... Βυζούβιος φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified