Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.

Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.

  1. - Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.

  2. - Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
    - Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κεφάλι, γκλάβα.

  2. Τσάμπα, μπέχο.

  1. Ας το χωρέσει η κούτρα σου... δεν είναι για τα μούτρα σου (από παλιό λαϊκό τραγούδι).

  2. Όπου κούτρα... με τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.

Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμένος, αφηρημένος. Προέρχεται από την έκφραση Είναι στον κόσμο του (κόσμος -> Κοσμάς!)

-Έχει χαζέψει τελείως ο Θανάσης τώρα τελευταία.
-Έ, καλά τώρα, πάντα Κοσμάς ήταν αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published

Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός

- Όχι να μπούμε κι' εδώ ρε μαλάκα, όλο αδερφές μαζεύει το μέρος.
- Έλα τότε και βολεύει: κατουριέμαι σαν πούστης.

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, του πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και να 'ούμε, ας 'ούμε.

Φρασεολογία που χρησιμοποιείται πάρα πολύ από ανθρώπους με φτωχό λεξιλόγιο και είναι ο στάνταρ σύνδεσμος μέσα στις προτάσεις τους για να πουν και να εννοήσουν τα πάντα. Μέσα σε κάθε πρόταση θα βρείτε τουλάχιστον 3 με 4 «να πούμε». Ξεκίνησε σαν ένας τρόπος να μιλήσεις μάγκικα στις παλαιότερες γενιές.

  1. Γιατί εγώ να πούμε και τη βγάζω να πούμε έξω και της πληρώνω το χόντο να πούμε και στα μπουζούκια να πούμε την πάω...

  2. Κοίταξε ας 'ούμε ο Τάκης να 'ούμε είναι καλό παιδί και θα βρει να 'ούμε μια κοπέλα της προκοπής να ανοίξουνε ας 'ούμε ένα σπιτικό.

Χάρρυ Κλύνν και πάσης ελλάδος να πούμε... (από vikar, 26/07/10)

Βλ. και ασμ, νταξναούμ, άμα λάχει (ναούμ').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.

Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ασυντόνιστη επίθεση οχλαγωγίας.
  2. Δημοφιλής τακτική άσχετων σε FPS παιχνίδια.

Σχετικά: ρασάκι

Έλα μωρέ, φοβάσαι τα νιούμπια; Ένα ντου τα έχουμε.

ΜΑΛΛΟΝ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΤΟ ΝΤΟΥ ON CAMERA ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΠΑΝΑΓΙΔΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 04.30 ΚΑΙ ΜΕΤΑ!  (από xalikoutis, 19/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την αρνητική έκβαση μιας κατάστασης. Επίσης ψέματα, αρλούμπες, ανυπόστατα πράγματα κτλ.

Χρησιμοποιείται και με δεύτερο ουσιαστικό, για έμφαση:

Βλ. και πούτσες μπλε.

-Βρήκες πράμα απ' το Σάκη τελικά;
-Αρχίδια καπαμά βρήκα. Θα πάρω το Λάκη μπας κι έχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το την κάνω / τηγκανά. Παραλλαγή είναι και ο Τηγκανιάδης.

- Λοιπόν πληρώνουμε και Τηγκανόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified