Υποτιμητική έκφραση. Αναφέρεται σε γκόμενα που ξέρει να γαμιέται και το κάνει διαρκώς. Σε κανέναν δε θα πει όχι. Ιδιαίτερα επιτήδεια αν βρει τον άντρα-στόχο. Χρήσιμη στους δύσκολους καιρούς αν θες να ξεμπουκώσεις.

- Χθές τη γνώρισα. Καλή κοπέλα. Αλλά λεω να το πάω σιγά σιγά.
- Τι «σιγά» μωρέ μαλάκα! Αυτή άμα τη βάλεις σε μπουκάλι θα γαμηθεί με το καπάκι!

(από HardcoreGR, 13/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.

Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.

  1. - Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
    -Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;

  2. - Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
    - Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.

Τάρανδος (από panos1962, 01/11/09)Κερατάς ο Μεγαλοπρεπής. (από Khan, 02/11/09)Στο 2.28 και στο 4.30 χαρακτηριστικές χρήσεις. "Διαζύγιο αλά Ιταλικά" του Τζέρμι. (από Khan, 02/11/09)Καπέλο κορνούτου (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενοπηδάω - ξενοπηδιέμαι: Πολύ κλασικό, αναφέρεται σε αυτόν που είναι μπερμπάντης, που τσιλημπουρδίζει, που φοράει στον σύντροφό του περικοκλάδες, γενικά που πηδοβολιέται αριστερά και δεξιά.

Δευτερευόντως, μπορεί να αναφερθεί και σε αυτόν που πηδιέται εκ πεποιθήσεως με αλλοδαπούς-ές, όπως λ.χ. τουρίστριες, τουρίστριες, κατοίκους Σουηδικής Αραβίας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Καλά ξενοπηδιέται κι ο Νώντας με Σουηδές και Νορβηγές το καλοκαίρι, αλλά κι αυτό το Λίλιαν που ξενοπηδιέται με κατοίκους του κόκκινου πλανήτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κλασσική έννοια του όρου, κερατίτιδα είναι η φλεγμονή που προσβάλλει τον κερατοειδή χιτώνα (τον εξωτερικό διάφανο χιτώνα που περιβάλλει τον βολβό του ματιού). Η ασθένεια αυτή προκαλεί κοκκίνισμα των ματιών, ενώ σε προχωρημένη version, μπορεί να παρατηρηθεί ισχυρός πόνος, θάμπωμα, απώλεια της όρασης, κλπ

Σλανγκιστί, αναφερόμαστε στην υποτιθέμενη ασθένεια που προσβάλλει τα απανταχού κερατωμένα άτομα, ένεκα του έντονου πόνου που και καλά προκαλείται, λόγω της ανάπτυξης των κεράτων.

Κι όσο το πράγμα εξακολουθεί, τόσο πιο δυνατή είναι η προσβολή από την ασθένεια, αφού τα κέρατα σχηματίζουν αλσάκι, το οποίο προστατεύει από την άγρια κακοκαιρία, προσφέροντας τη... μόνωση (μη φυσική μόνωση). Λέμε τώρα!. Κι αν το αλσάκι μεγαλώσει και γίνει κερατόδασος... ε τότε πια μιλάμε για ανίατη ασθένεια. Λέμε!

Ο Μήτσος, ο Γιώργος κι ο Βασίλης κάθονται σε ένα καφέ και συζητούν.
Μήτσος: - Αισθάνομαι ρε παιδιά, έναν πονοκέφαλο... μα τι πονοκέφαλο. Και τον αισθάνομαι συχνά ρε γαμώτο. Έχω πάει στους... γιατρούς, έχω κάνει τις... εξετάσεις, μα τίποτε δε μου βρίσκουν. Μου λένε πως είμαι κατά φαντασίαν ασθενής κι ότι πρέπει να με δει ειδικός γιαλομολόγος. Με συγχωρείτε ρε παιδιά αλλά πάω σπίτι να την πέσω λίγο γιατί έχω τρελαθεί στον πόνο.
Ο Μήτσος φεύγει. Οι άλλοι σχολιάζουν το θέμα.
Γιώργος:
- Τι να του συμβαίνει ρε; Δεν είναι τύπος που κάνει την τρίχα τριχιά.
Βασίλης:
- Φως φανάρι. Έχει προσβληθεί από κερατίτιδα.
Γιώργος:
- Μα τα μάτια του είναι φυσιολογικά.
Βασίλης:
- Τα μάτια του είναι εντάξει. Τα μάτια της γυναίκας του όμως...ε ίναι μονίμως πεταμένα έξω. Τον έχει ταράξει στις απιστίες. Μιλάμε τον έχει κάνει Αγιοβασιλιάτικο τάρανδο. Τον έχει μουρλάνει στις περικοκλάδες τον δόλιο, τον Μήτσο. Γι 'αυτό κι όταν πάνε να να βγουν τα κέρατα νέας εσοδείας, αυτός αισθάνεται τον... πονοκέφαλο. Είναι πίσω η ιατρική ρε πστ!. Δεν βρίσκει τα πλέον στοιχειώδη. Οποία κατάντια... χαχαμπουχα!

(από GATZMAN, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία του όρου αναφέρεται στο φυτό Calystegia sepium της οικογένειας Convolvulaceae που είναι πολυετές φυτό και έχει αναρριχώμενους βλαστούς μήκους έως 2 μ.

Η σημασία του όρου που δίνεται εδώ σχετίζεται με την ιδιότητα των αναρριχώμενων βλαστών της περικοκλάδας που παρομοιάζονται με τα κέρατα που φορά κάποιος/α (κερατάς). Μιλάμε δηλαδή για τα κέρατα που φορά κάποιος/α που έχει καταντήσει ρούντολφ και τάρανδος λόγω υπερβολικού και συχνού κερατώματος.

  1. Μαντινάδα

Κι άμα θα δεις τη κοπελιά να κάνει χωρατάδες να ξέρεις πως τα κέρατα βγάνουν περικοκλάδες

  1. O τύπος δεν μπορεί να περάσει τα διόδια από τα κέρατα που έκαναν περικοκλάδες... (τάρανδος ο κύριος)

http://paiktis.pblogs.gr/2008/05/286454.html

  1. Βέβαια το κέρατο που φοράει μπορεί να της έχει γίνει περικοκλάδα (έχει τρυπήσει το ταβάνι η τρελλοκαμπέρω) και να μη το 'χει πάρει χαμπάρι μ' όλο που σκύβει για να μπει απ' τη πόρτα.

http://gnomi.9.forumer.com/index.php;showtopic=115

  1. Το να σε στολίζει ο καλός σου με λουλούδια και περικοκλάδες στην εξοχή, πάει κι έρχεται... Το να διασκεδάζεις τις Απόκριες ντυμένη διαβολογυναίκα με τα κερατάκια στα μαλλιά σου κι αυτό δικαιολογείται... Το να είσαι, όμως, μια χαρά φυσιολογικός άνθρωπος και να διαθέτεις κέρατα μεγαλύτερα κι από κείνα του γηραιότερου ταράνδου, τότε σημαίνει πως κάτι λάθος έχεις καταλάβει, κι αντί για τον Παναγιωτάκη από τα Κίουρκα, έχεις μακρινό ξάδερφο το Ρούντολφ...

http://www.inath.gr/sxeseis/apo-do-i-ginaika-mouki-apo-do-to-aisthima-mou.htm

  1. Μα να λες ότι μύρισε η άνοιξη και να θες να καμαρώσεις μια περικοκλάδα στην εξοχή και να σου λέει ο καλός σου, είναι μακρυά, που να τρέχουμε τώρα, και εγώ... το όρνιο, ναι το όρνιο καλά λέω, να μη θέλω να καταλάβω πως εννοούσε ο κύριος πως αντί να πάμε μακρυά, ας μείνουμε εδώ αφού η περικοκλάδα, υπάρχει στο κεφάλι μου. Και μάλιστα όσο με κεράτωνε ο κύριος, τόσο αυτή θέριευε.

(από GATZMAN, 07/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συχνάζων σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής (γνωστά και ως πεναλ(ν)τάδικα) εντός των οποίων βρίσκουν καταφύγιο παράνομα ή μη ζευγάρια καθώς και ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις .

- Τι κάνει ο Βρασίδας; Καιρό έχουμε να τον δούμε στην παρέα.
- Άσε μωρέ τον παλιοπεναλντάκια, γνωρίζει το ένα πιπίνι μετά το άλλο και όλο στο Bella Vista ξημεροβραδιάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η κερατάς κατ'εξακολούθηση, αυτός/-ή που δεν χωράει να περάσει από την πόρτα.

- Έρχεται ο ρούντολφ!
- Πάλι τον κεράτωσε η Κίτσα τον μάπα;

Όλα τα ελαφάκια επί τω έργω. (από Galadriel, 25/02/09)

Από τον τάρανδο του Αι-Νικόλα (του Santa Claus δηλαδή), τον Rudolph. Σύμφωνα με τον μύθο-μάρκετινγκ της κόκα-κόλα, ο τάρανδος αυτός είχε κόκκινη μύτη και τον κοροϊδεύανε τα υπόλοιπα ταρανδάκια, στο τέλος όμως έγινε πρώτη μούρη στο καβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified