Το ξεσκί με τάσεις PSE, δηλαδή Porn-Star Experience.
Η κοπέλα σου λέω τό 'χει το ξεπσέ. Πολύ απλά, τό 'χει!
Το ξεσκί με τάσεις PSE, δηλαδή Porn-Star Experience.
Η κοπέλα σου λέω τό 'χει το ξεπσέ. Πολύ απλά, τό 'χει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αντί για Κ.ΕΠΙΚ. (Κέντρο Επικοινωνιών του Στρατοπέδου), λέγεται σλανγκικώς και Κ.ΕΠ.Ι.Κ., δηλαδή Κέντρο Επεξεργασίας Ινδικής Κάνναβης, για τους προφανείς λόγους.
-Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
-Κ.ΕΠ.Ι.Κ.
-Σωραίος!
Got a better definition? Add it!
Published
Στην διάλεκτο των αγγλόφωνων μπουρδελιάρηδων το αρκτικόλεξο CIF σημαίνει Cum In Face, δηλαδή «εκσπερμάτιση στο πρόσωπο», κι είναι υπηρεσία που περιέχει η κορασίς στις υπηρεσίες της ή την προσφέρει για κάποια έξτρα γιούρια.
Ενώ, λοιπόν, η συφιλιάρα είναι ο φόβος και ο τρόμος του μπουρδελιάρη, η σιφιλιάρα είναι ο αναπαμός του, το μεράκι και το γούστο του. Καθώς βέβαια οι σιφιλιάρες είναι συχνά οι πλέον τελειωμένες, συμβαίνει η σιφιλιάρα να είναι και συφιλιάρα, οπότε θέλει προσοχή! Ο όρος έχει το δικό του σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί εξορκισμό της σύφιλης, που είχε ταλαιπωρήσει κορασίδες και νεανίες, ιδίως στο παρελθόν.
Συνώνυμο: σιφιλιδικιά.
Διάλογος μπουρδελιάρηδων:
- Πώς πήγε χτες με την Τζέσικα;
- Άσε, πού να στα λέω τι μανούρα έπαθα! Η γκόμενα είναι σιφιλιάρα!
- Έλα ρε συ, σε σιφιλιδικιά έπεσες; Γουστάρω! Θα πάω κι εγώ!
- Πήγαινε όσο μπορείς πιο γρήγορα να προλάβεις, γιατί τέτοιο σιφίλιασμα δύσκολα θα ξαναβρείς!
Got a better definition? Add it!
Στην διάλεκτο των αγγλόφωνων μπουρδελιάρηδων το αρκτικόλεξο CIM σημαίνει Cum In Mouth, δηλαδή «εκσπερμάτιση στο στόμα», κι είναι υπηρεσία που περιέχει η κορασίς στις υπηρεσίες της ή την προσφέρει για κάποια έξτρα γιούρια. Στην διάλεκτο των ελληνόφωνων μπουρδελιάρηδων, η ως άνω κορασίς χαρακτηρίζεται «σιμαδεμένη» εκ του CIM δηλονότι, κι επειδή προφανώς «σημαδεύεται» από το σχετικό κατά ριπάς.
Σιμαδεμένη, όμως, μπορεί να είναι και μια οποιαδήποτε νοικοκυρά, που πιστεύει στο γνωμικό: «η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι».
Συνώνυμα: σιμαδιακή, σιμαδούρα, σιμαντική, σιμαίνουσα.
Διάλογος μπουρδελιάρηδων:
- Θα πάω με την Τζέσικα αύριο! Απ' όλες τις τουρίστριες είναι η πιο σιμαντική, αυτή με την πιο σιμαίνουσα προσωπικότητα!
- Ναι, κι εμένα μου έχει σταθεί σιμαδιακή στον μπουρδελιάρικο βίο μου!
- Λένε ότι είναι η πιο σιμαδεμένη! Μιλάμε για scarface καταστάσεις!
Got a better definition? Add it!
Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια.
Αναφέρεται στους τεράστιους γεμάτους μύες και μπράτσα σφίχτες που όταν τους ζητήσεις κάτι πιο εξειδικευμένο σε κοιτάνε με απορημένο βλέμμα.
Σχετικά: κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, πρησμένος, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Chat-αρκτικόλεξο του Laughing My Fucking Ass Off, ήτοι «γελάω μέχρι ξεσκίσματος και συνεχίζω να γελάω».
Χρησιμοποιείται για να δείξει ο chatter το πόσο ασύλληπτα τρομερά κι ανεκδιήγητα αστείο του φαίνεται κάτι, δηλαδή μέχρι απιστεύτου.
Επειδή όλα αυτά τα αρκτικόλεξα που αφορούν το πόσο γελάει κάποιος σε ένα chat είναι καμπόσα, λέω να τα βάλω με σειρά προτεραιότητας, από το πιο λίγο αστείο (ανθυπομειδίαμα - χαχα) μέχρι το πιο πολύ αστείο (ξεκωλωτικό - χαχαχαχαχαχαχα) και τις αντίστοιχες κεντρικές ιδέες / ελεύθερες μεταφράσεις, έτσι για ενδεικτική αναφορά.
Επίσης βιβλιογραφική αναφορά στα:
Πάει έχει χαθεί το μέτρο του γέλιου στο chat, πετρέλεος! Δηλαδή πάω στοίχημα ότι μέχρι να ανεβάσω τον ορισμό θα χουν ανακαλύψει κι άλλες εκατό αρκτικόμπουρδες, ώστε το γέλιο να πιάνει δυο - τρεις σειρές στα room για να φαίνεται τέλος πάντων πόσο διασκεδάζει ο κόσμος όταν κάποιος γράφει μια ανοησία.
maria99: - geia sou saki lol
sakis: - ep maria edw kai sy; lolz
mikripetalouditsa: ti 8a gini re maria 8a mas afisis kana gomeno LMAO!!!!!1111
maria99: - LMFAO
sakis: - min xtipieste koritsia gia oles exei o mpakses ROFL
maria99: - ti le re saki pou xtipiomaste gia parti sou ROFLMAO!!!!!!!1111111
(*σ.σ.: καλά συγνώμη τώρα, σας φάνηκε ο,τιδήποτε από τα παραπάνω να δικαιολογεί ακόμα και το lol; πρόκειται για φιλοσοφικό ζήτημα με μεγάλες προεκτάσεις, το κόβω εδώ και επιφυλάσσομαι - LOL).
Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles - λόλες, rotf-lol, lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Ο υπερθετικός του λολ (lol). Το αρκτικόλεξο σημαίνει: «Rolling on the floor laughing out loud»= Κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας δυνατά. Και το χρησιμοποιούν πολύ στο ιντερνέτι.
χα χα χα, πολύ λολ αυτό που είπες, είσαι lol-some. Τι λέω, τι λολ, είναι rofl-lol!!!
Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles - λόλες, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό αρκτικόλεξο SOS και την εμφατική κατάληξη -αρα, η σοσάρα είναι το πάρα πολύ σημαντικό. Συνήθως λέγεται για θέματα, που είναι πιθανό να πέσουν σε εξετάσεις.
Υπερθετικός: σούπερ-σοσάρα, καρασοσάρα.
-Από την ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ περιμένεις ρε καημένε να σου πουν τις σοσάρες των εξετάσεων; Αφού το έχουν μυριστεί οι καθηγητές τι παίζει και βάζουν τα αντίθετα από τις σοσάρες που υποδεικνύουν οι παρατάξεις.
-Ναι, αλλά μερικές φορές βαριούνται και βάζουν κάθε χρόνο τα ίδια.
Got a better definition? Add it!
Πάρα πολλοί ηλικιωμένοι μαζεμένοι. Από τα «ΚΑΠΗ» (Κέντρα Αποκατάστασης Ηλικιωμένων) και την κατάληξη -αριό, όπως παπαδαριό, φοιτηταριό, αληταριό, πουταναριό κ.ο.κ.
Κάποτε ήταν ωραία σ' αυτήν την παραλία, αλλά τώρα έχει μαζευτεί πολύ καπηδαριό! Με πούλμαν τους φέρνουνε ρε πστ μου!
Got a better definition? Add it!